Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»· Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού


Κολάζ: Γιώργης Παυλόπουλος, Edmund Kesting, Tanz Dore Hoyer, Dresden, 1926/1939
___________

«Η ποίηση είναι πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης»

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Οταν ήρθε η ώρα να συνεχίσει τις σπουδές του σε ανώτατο επίπεδο, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρέθηκε σ’ ένα δίλημμα: έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στον εξ ιδιοσυγκρασίας ποιητή και στον αυριανό νομικό. Ο κλήρος έπεσε υπέρ της ποίησης: «Η ποίηση είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;», είχε αναρωτηθεί. «Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης», είχε απαντήσει.

Ετσι, διαμόρφωσε χαμηλόφωνα το ποιητικό του σύμπαν. Τίποτα το «ποιητικό» δεν είχε και το επάγγελμά του. Εργάστηκε ως λογιστής και ως γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας, «θάβοντας» τον ποιητή στην καθημερινότητα της επιβίωσής του. Προτίμησε τον κλειστό και απομονωμένο χώρο του «επαρχιακού» Πύργου από την πρόκληση της μεγάλης πόλης και έφυγε από τη ζωή στις 26 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 84 ετών.

Είχε την ευτυχία με την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Το κατώγι» (1971), να στρέψει πάνω του το ενδιαφέρον του Γιώργου Σεφέρη και του Βρετανού ελληνιστή Πίτερ Λίβι, ο οποίος μετέφρασε ποιήματά του. Ο νομπελίστας ποιητής, ο οποίος είχε χτίσει φιλική σχέση με τον νεότερό του δημιουργό, είχε αποφανθεί για τη δουλειά του: «Μ’ ενδιαφέρει η ποίηση του Γ. Π. γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας "ψιμύθια", εννοώ χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος -και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους».

Ο Γιώργης Παυλόπουλος με τον Γιώργο Σεφέρη
__________

Με τα Τριαντατρία Χαϊκού η προσωπική πρωτοτυπία του Παυλόπουλου αγγίζει τις ποιητικές κορυφές. Η στιχουργική έκταση περιστέλλεται δραστικά (σύντομα λεκτικά σπαράγματα είναι τα περισσότερα χαϊκού), ενώ η συμπυκνωμένη εικόνα – έννοια αποστάζει ένα πολιτισμικό μεσογειακό βάθος. Ο Παυλόπουλος οικοδομεί έναν καινούργιο κόσμο, αυτόν της αίσθησης, και μας προσκαλεί σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου «Όλοι χωράμε / οι ζωντανοί κι οι νεκροί / σ' ένα ποίημα» .

«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»

1

Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


2

Όταν χορεύει
σηκώνει τη φούστα της
να ιδώ την ελιά.


3

Πάλι το δρόμο
γυμνή στο παράθυρο
κρυφοκοιτάζει.


4

Κάπου στ’ όνειρο
σ’ άκουγα πουλάρι μου
να χλιμιντρίζεις.


5

Στις τρεις τη νύχτα
το γκαρσόνι μάς πήρε
τα δυο ποτήρια.


6

Πάνω στ’ αμόνι
μενεξές το σίδερο
του μπαλκονιού της.


7

Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.


8

Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.


9

Κούμαρο μέλι
κι ο κότσυφας άπληστος
ο κερομύτης.


10

Όταν κοιτάζει
στου πηγαδιού το βάθος
βλέπει τον τράγο.


11

Δες! Δυο κουνούπια
στο καψούλι της βόμπας
κάνουν έρωτα.


12

Πέθαινα λέει
και πάνω στο σώμα μου
έφεγγε η αυγή.


13

Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.


14

Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.


15

Σπουργίτης φονιάς
σκοτώνει τον τζίτζιρα
κι αυτός τραγουδάει.


16

Σταυροί στην πλαγιά
κι η θάλασσα πιο κάτω
λάμπει στον ήλιο.


17

Άκουγα κουπιά
χωρίς να βλέπω βάρκα
μέσα στο πούσι.


18

Θάλασσα χλωμή.
Με την ψόφια ουρά της
παίζουν τα παιδιά.


19

Βαθιά στη λάσπη
αυλακιές από ρόδες
και φύλλα ξερά.


20

Πίσω απ’ τα βουνά
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια
και μας κοιτάζουν.


21

Στον Ν.Δ.Τ.

Άχνα δε βγάζω
θαλασσινό μου αηδόνι
να σε ακούω.


22

Μικρό καράβι
στο μπουκάλι κλεισμένο
πού αρμενίζεις;


23

Νεκρός κι ο Έκτωρ.
Τρομάζει τον Όμηρο
η αναίρεσή του.


24

Ουρά παγωνιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.


25

Ώχου κι απόψε
δε γλιτώνεις το ξύλο
Καραγκιόζη μου.


26

Είναι οι λέξεις
στο Ψ της Ιλιάδας
ή τα τσεκούρια;


27

Είπε ο Ζήνων:
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».
Λες να ’ναι αλήθεια;


28

Γελάει ο λύκος.
Κάτι τού ψιθύρισε
στ’ αυτί το αρνάκι.


29

Άνθη μυγδαλιάς
πέφτουνε στον ύπνο μου.
Ποια με φίλησε;


30

Φτωχό κόκαλο
στην άμμο της ερήμου
με τόσο ύφος.


31

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα· και τ’ άλλο
να σε δικάζει.


32

Ακίνητοι. Σαν
να φωτογραφήθηκε
η Γη για πάντα.


33

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.


Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού, Ποιήματα 1943-2008, εκδόσεις Κίχλη, 2017



"Όταν χορεύει / σηκώνει τη φούστα της / να ιδώ την ελιά."
___________

«Μικρές-μικρές αποστάξεις ενός μελαγχολικού ερωτισμού»

«Με συγκινεί ο ερωτισμός με τον οποίο [ο Γιώργης Παυλόπουλος] βλέπει τα πράγματα. Με συγκινούν ιδιαίτερα στα χαϊκού του, οι μικρές ανθρώπινες στιγμές τις οποίες "φωτογραφίζει" και επιλέγει να βάλει στο κάδρο του ποιήματος του με έναν μινιμαλισμό όπου, μέσα στα λίγα, λέει πολλά.»

«Τα 33 Χαϊκού του Γιώργη Παυλόπουλου είναι μικρές-μικρές αποστάξεις από ματιές ή σκέψεις του ποιητή πάνω σε απλά, καθημερινά πράγματα, όμως σημαντικά, τα οποία παρατηρούσε με έναν μελαγχολικό ερωτισμό. Μου άρεσαν πολύ και σκέφτηκα να κάμω κάτι αλλά τα έπιανα και τ’ άφηνα, τα έπιανα και τα’ άφηνα. Τον Δεκέμβρη του 2015, δοκίμασα σχεδιάζοντας το πρώτο, το Κρυφό μου σώμα, για τέσσερις φωνές a capella. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε και συνέχισα απνευστί ολοκληρώνοντας δέκα χαϊκού (τα πρώτα 9 και το 13ο).  Χρησιμοποίησα την τεχνική της επανάληψης (loop) για να μεγαλώσω τη φόρμα, όπως και την παράλληλη δομική της πολυτονικότητας, για να μεταφέρω τον λόγο του ποιητή μέσα από ένα ερωτοτροπικό μουσικό παιχνίδι, παράλληλο με αυτό που, όπως αντιλήφθηκα έκανε ο ίδιος, επιλέγοντας αυστηρά τις λέξεις, τα μοτίβα ή τη θεματολογία των ποιημάτων του. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία παρεισέφρησαν τρόποι, κλίμακες, μελωδικά σχήματα και ρυθμοί από το ελληνικό τραγούδι, νεότερο ή παλαιότερο, καθώς και μουσικές ιδέες ή τεχνικές από τη σύγχρονη μουσική γλώσσα.»

Ευαγόρας Καραγιώργης


Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.


Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.

ΠΗΓΕΣ

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

«Σελήνη έκπαγλη» στη «νύχτα που ’ναι όλη αυτιά»: από τη μακρινή ξαδέλφη Σαπφώ στον Ελύτη


Μοντάζ: Προσωπογραφία Οδυσσέα Ελύτη διά χειρός Γ. Μόραλη (1980) και 2 διαφανογραφίες του Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ, Ο κήπος με τα ρόδια) από την έκδοση του Ίκαρου (1996)
_____________

«...στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις»

Η Σαπφώ, η δέκατη μούσα σύμφωνα με ένα επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα, η κατ’ εξοχήν «ποιήτρια» της αρχαιότητας, τιμήθηκε όσο καμιά άλλη γυναίκα από την ανδροκρατούμενη κοινωνία και διανόηση της αρχαιότητας. Οι Αλεξανδρινοί λόγιοι την συμπεριέλαβαν στον κανόνα των εννιά λυρικών – μόνη γυναίκα ανάμεσα στους άντρες ομότεχνούς της – και κατέταξαν τα ποιήματά της σε εννιά βιβλία, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ελάχιστα αποσπάσματα των ποιημάτων αυτών, έφτασαν ως εμάς, τα περισσότερα σε αποσπασματική μορφή, με εξαίρεση την «Ωδή στην Αφροδίτη», η οποία μας παραδίδεται ολόκληρη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα.

Tα ποιήματα-θραύσματα της Σαπφώς – «αθάνατες κόρες» της ποιήτριας, τα ονομάζει  ο Διοσκουρίδης σε επίγραμμά του που περιλαμβάνεται στην Παλατινή Ανθολογία – επιβιώνουν μέχρι σήμερα, παρά τις δυσκολίες παράδοσής τους. Η ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρρύγχου στα τέλη του 19ου αιώνα έφερε ξανά στο φως τα ακρωτηριασμένα σαπφικά αποσπάσματα και προκάλεσε αναζωπύρωση των μελετών γύρω από το όνομα της λυρικής ποιήτριας κατά τη διάρκεια του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. 

Αυτή, μάλιστα, η θραυσματική μορφή των σαπφικών χειρογράφων υπήρξε ένα βασικό έναυσμα και εργαλείο για τον Ελύτη, που προσπάθησε να ανασυνθέσει την παρουσία της στον κόσμο μας και να φέρει στο φως μέσα από το έργο του «μια Σαπφώ, καινούργια, νέα και όσο το δυνατόν ακέραιη, στα μέτρα της σημερινής ευαισθησίας».

Επειδή «στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανείς», ο Ελύτης μιλάει για τη Σαπφώ, «σαν για μια σύγχρονή του, σαν μια μακρινή εξαδέλφη, λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, ένα πλάσμα ευαίσθητο καί θαρρετό συνάμα, απ’ αυτά που δεν μας παρουσιάζει συχνά η ζωή».

Ένα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα «μαυροτσούκαλο», όπως θα λέγαμε σήμερα, που, ώστόσο, έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι και να πει «σ’ αγαπώ» για να συγκινηθεί η υφήλιος.

Το πρόταγμα στο οποίο υπακούει ο Ελύτης, σύμφυτο με την ποιητική του, είναι αισθητικό γι’ αυτό και  δεν ακολουθεί κατά πόδας φιλολογικές δεσμεύσεις. Σκύβει με υπομονή και σεβασμό πάνω από τους στίχους της Σαπφώς  «στροφές ακρωτηριασμένες, μισούς στίχους, σπασμένες λέξεις»   στίχους που κρύβουν «κάλλος και νόημα» μαζί, εξαπολύοντας ποιητική δύναμη, μαγνητισμό και ατόφια αίσθηση ζωής. 


Μικρογραφία από το βιβλίο του Βοκάκιου «Περί διασήμων γυναικών», μάλλον η παλαιότερη απεικόνιση της Σαπφώς στον νεότερο κόσμο. 15-16ος αιώνας,
Πηγή: France (Cognac). Bibliothèque Nationale MS Français 599 fol. 42
______________

«Την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...»

Πολύ συχνά, στα πεζά του κείμενα, στ’ «Ανοιχτά Χαρτιά» και στο «Εν λευκώ», ο Οδυσσέας Ελύτης, τέκνο της Αιολίδας κι αυτός, μνημονεύει τη Σαπφώ, εκείνη που, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στον ίδιο γενέθλιο τόπο, τη Μυτιλήνη, πίστεψε στην ποιητική ιδέα και τόλμησε να φέρει στο προσκήνιο το λυρικό «εγώ», τα αισθήματα και τα όνειρα, την ατομική ζωή, τον έρωτα και τα πάθη του.

Ο Ελύτης, παρόλο που άντλησε πολλά στοιχεία από το υπερρεαλιστικό κίνημα, ήδη από το 1943, αυτοχαρακτηρίζεται ως «λυρικός ποιητής», εντάσσοντας εαυτόν στην μακραίωνη λυρική παράδοση του τόπου του και στη ποιητική συγγένεια με την «μακρινή εξαδέλφη του Σαπφώ». 

Σε μια στιγμή που οι θρησκευτικές βάσεις της κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές· που ο λόγος ο επικός έχει τη μονοκρατορία στην έκφραση· που το ηρωικό στοιχείο είναι η μόνιμη και παραδεγμένη αξία· ένας Αρχίλοχος στην Πάρο και μία Σαπφώ στη Λέσβο —για ν’ αναφερθούμε στους κυριότερους — τ’ ανατρέπουνε όλα, φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Οι πρώτοι στο Αιγαίο και οι πρώτοι σ’ όλον τον γνωστό κόσμο, θέλω να πω στον πολιτισμό που ακόμη σήμερα συνεχίζουμε.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Ως ιέρεια της ομορφιάς, ποιήτρια προικισμένη με τη δύναμη των Μουσών και γι’ αυτό και αθάνατη στη μνήμη των μελλοντικών γενεών, έτσι αυτοσυστήνεται, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, η Σαπφώ στην αρχή της ποιητικής ανασύνθεσης του Ελύτη, σε απόλυτη συστοιχία με τη δήλωση του ποιητικού υποκειμένου στο «Άξιον Εστί»: «Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων».Ο Ελύτης μοιράζεται με τη Σαπφώ το ίδιο ιδανικό, την άσκηση ή αλλιώς τη λατρεία της ομορφιάς.

την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ’ εμένα.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Sappho, print made by John Pye, the elder, after Angelica Kauffman. 
Published by: John Boydell, 1774, The British Museum
__________

«Τέκνα της Αιολίδας»

Στη Σαπφώ, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Ελύτης, χρωστάει την μύησή του στην ποίηση, με τρόπο καθοριστικό για τη ζωή και την πορεία του στην τέχνη. Μια εξωλογοτεχνική εμπειρία που βίωσε στο Βρετανικό Μουσείο, «ένας πρασινωπός πάπυρος με χαραγμένο επάνω του, αρκετά καθαρά, ένα απόσπασμα της Σαπφώς»ήταν που ξύπνησε την αγάπη του για την ποίηση. Ήταν η θέαση των ελληνικών γραμμάτων, των συμβόλων μιας ολόκληρης πνευματικής πορείας και ταυτότητας, που βρήκε ανταπόκριση μέσα του, στις πιο βαθιές αισθήσεις και μνήμες του, και τον μετέφερε αμέσως νοερά και μυστηριακά «σ’ ένα γιαλό της Μυτιλήνης» να ακούει το τραγούδι της κόρης του περιβολάρη τους. 

Αντικρίζοντας τον πάπυρο της Σαπφώς, ένιωσε τις απορίες του να ξεχειλίζουν για το μυστήριο της ποιητικής γλώσσας και της διάταξης των συμβόλων της πάνω στη γραφική ύλη. Έτσι κατάλαβε ότι η σαπφική ποίηση δεν έμοιαζε σε τίποτα με την ευκολονόητη σε μορφή και περιεχόμενο ποίηση που διδασκόταν μικρός, αλλά έβρισκε αντιστοιχίες μόνο στα λόγια-ξόρκια της ηλικιωμένης Κρητικιάς μαγείρισσάς τους, τα ακαταλαβίστικα αιρετικά εκείνα λόγια, τα «παλαβάτα», που του ξυπνούσαν θαυμασμό μαζί και δέος, όταν εκείνη τα έλεγε για να διώξει το κακό. Αυτή η βίωση του ποιητικού λόγου από τον Ελύτη με τη συμμετοχή όλων του των αισθήσεων και τις αναλογίες τους στο πνεύμα, θα τον ακολουθήσει σ’ όλη την πορεία της τέχνης και της ζωής του.

Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ' τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ᾿ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου 'κανε νόημα φιλικό μες από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ' ένα γιαλὸ της Μυτιλήνης και ν᾿ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά.

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 25, Αθήνα, Ίκαρος, 1987.

Ο εκλεπτυσμένος και πλούσιος τρόπος ζωής που είχε αναπτύξει η Λέσβος στον 7ο και 6ο αιώνα, η υγιής ελευθερία των ηθών και η φυσιοκρατική αντίληψη ζωής, σύμφυτη στα τέκνα της Αιολίδας, διαμόρφωσαν την ποιητική φωνή της Σαπφώς: λέξεις «κυανές, που ευωδιάζουν ακόμη απ’ την αλμύρα των θαλασσόχορτων»«μια συζυγία μισή στον ουρανό και μισή στη γη, μισή στην αμφιβολία και μισή στην αθανασία».

Τόσο, θα έλεγες, μεγάλος είναι ο μαγνητισμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν’ αποσπασθούν από τον άξονα της χρησιμοθηρικής τους υποτέλειας. Ακόμα και η τοποθέτησή τους εδώ ή εκεί μέσα στο νοερό σύνολο που προϋποθέτουν, μας επιτρέπει ν’αποτυπώσουμε μια νέα μορφή ποίησης που γεννήθηκε την εποχή εκείνη, με τα μετρικά της συστήματα, το λεκτικό της, τα ποικίλα της μυστικά.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Η τεχνική ξεπερνιέται· η φύση όχι. Οι αισθήσεις ποτέ· οι γνώσεις πάντοτε. Ο Έσπερος της Σαπφώς εξακολουθεί να λάμπει πάνω από τα κεφάλια μας…. κι η αχτίδα της σελήνης, έτσι καθώς μας σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε — ὄττω τις ἔραται, που έλεγε και η ποιήτρια. Μια ρήση απλή, που πήρε την ισχύ φυσικού νόμου σ' αυτήν την περιοχή κι επέζησε στην ψυχή των νησιωτών, βρίσκοντας χίλιους τρόπους να εκδηλωθεί. Κυρίως από την άποψη της ένστικτης, της ασύνειδης χειρονομίας, που ξέρει να ταυτίζει το χρήσιμο με το ωραίο, αλλά συνάμα και το ωραίο με το ηθικό, στην πιο ριζοσπαστική τους έννοια.

Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, σελ. 19-20, 178, Αθήνα, Ίκαρος, 1993.

Η Λέσβος είναι για τον Ελύτη μια παραμυθένια γη γεμάτη από αιώνιες «βασιλικές» αισθήσεις, ένας αρχετυπικός παράδεισος, που παίρνει  μυθικές διαστάσεις σε όλο το ποιητικό, δοκιμιακό και εικαστικό του έργο. Γονείς και παππούδες αλλά και προπάπποι από την καρδιά της Μυτιλήνης, επόμενο ήταν ο Ελύτης να τη λογαριάσει ως γενέτειρά του και να αναπτύξει μαζί της δεσμούς μ' ένα νησί, που ο Ελύτης το μετέβαλε από απλό γεωγραφικό σημείο σε «τόπο» ποιητικό, δηλαδή συμπαντικό.

 Αν και, όπως λέει, γνώρισε τη Λέσβο στα δεκαεφτά του χρόνια, η καταγωγή του από εκεί και βέβαια «η αίσθηση του καλοκαιριού και του μεσημεριού», που είχε βιώσει ζώντας σε άλλα νησιά του Αιγαίου στα παιδικά του χρόνια, του γέννησαν μέσα του «σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο» τη φυσιοκρατική αίσθηση των Αιολέων. Την απαθανατισμένη με τόσους τρόπους σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη Μυτιλήνη την ενισχύει ιδιαίτερα μια αποστροφή του ίδιου, αμέσως μετά την απονομή σ' αυτόν του Νομπέλ: 

«Οι αρχαίοι Αιολείς βλέπανε τα πάντα μέσα από τη φύση κι έτσι εξηγούν οι αρχαιολόγοι το γεγονός ότι στη Λέσβο δεν βρίσκουνε μνημεία. Η Αιολίδα κρατούσε επαφή με τις Σάρδεις, το Παρίσι της εποχής. Γι' αυτό και οι γυναίκες στη Λέσβο είχαν ελεύθερα ήθη, ήταν αισθησιακές και κομψά ντυμένες και γι' αυτό μπόρεσε να υπάρξει και η Σαπφώ. Είναι μια παράδοση που έφτασε κατά μυστηριώδη τρόπο ώς τις μέρες μας. Εγώ, που μεγάλωσα στην Αθήνα και όχι στη Μυτιλήνη, όπως λένε, έχω αυτή την αίσθηση, σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο. Ετσι, ένας φίλος μού είχε πει ότι, όταν διαβάζει τα ποιήματά μου, βλέπει τη Μυτιλήνη».

 Στην Αιολίδα της Σαπφώς ο Ελύτης ανακάλυψε ότι μπορεί να πραγματωθεί ο επίγειος παράδεισος που συχνά αναζητά στο έργο του.


Η Μυτιλήνη, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: 
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
__________

Η έκπαγλη σελήνη κι η νύχτα, που ’ναι όλη αυτιά... 

Κι επειδή «η φύση δημιουργεί τις δικές της συγγένειες», οι λέξεις «ουρανός, θάλασσα, ήλιος, σελήνη, φυτά, κορίτσια, έρωτας», ως αρμονικό σύνολο, αποτελούν για τον Ελύτη τα ζωτικά στοιχεία της Αιολίδας, του κόσμου της Σαπφώς, ενώ ταυτόχρονα διαπερνούν και τον δικό του ποιητικό κόσμο, συνθέτοντας την προσωπική του μυθολογία. 

Όλα αυτά τα στοιχεία, «χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική», ενώνονται  σ’ ενα σύνολο μυστηριακό, «στο περίφημο απόσπασμα που μάς διασώθηκε για την Ανακτορία, ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα, ίσως το ωραιότερο», σύμφωνα με τον Ελύτη:

[...] Η μορφή της ηρωίδας —που βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις— αναδύεται χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο που μιλά γι’ αυτήν η ποιήτρια στην πιο αγαπημένη της φίλη. Όσο προχωρούμε, τόσο νιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από το μυστήριο μιας γυναικείας μορφής που μήτε ακούμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύουμε μονάχα μέσ’ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετικά τρυφερών, σταλμένων με το φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί με τη φωνή της απωλεσμένης που η νύχτα, με τα χιλιάδες αυτιά της, μια «νυξ πολύως», αγωνίζεται να συλλάβει πάνω απ’ τα κύματα.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Η θάλασσα - μια περιοχή στις παρυφές μάλλον του κόσμου της Σαπφώς κι όχι στο κέντρο του - αποτελεί έναν χώρο που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει τα ποιητικά πρόσωπα και κατ’ επέκταση την ποιήτρια με όσα αγαπημένα τους πρόσωπα βρίσκονται μακριά τους. Αλλά κι η ομορφιά της κοπέλας που ξενιτεύτηκε στις Σάρδεις, φανερώνεται μέσα από την αντανάκλαση της λάμψης της σελήνης πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, αφού κοπέλα και σελήνη δένονται αξεδιάλυτα. 

Αν η θάλασσα απλά περιβάλλει την Αιολίδα και τον επίγειο παράδεισο που μπορεί να βιωθεί σ’ αυτήν, η σελήνη, με την απαράμιλλη ομορφιά, τη λάμψη και τις ερωτικές συνδηλώσεις της, εμφανίζεται ως το πιο αγαπημένο ίσως ουράνιο πλάσμα της σαπφικής ποίησης. Η «Fροδοδάκτυλος σελάνα», ασυνήθιστος χαρακτηρισμός, όπως παρατηρούν οι μελετητές του σαπφικού έργου, ξεπροβάλλει, ίδια η ξενιτεμένη κόρη, «όλα τ΄αστέρια γύρω της να εξαφανίσει», μοτίβο που εμφανίζεται και σε άλλο απόσπασμα, στο οποίο ο Ελύτης αποδίδει το επίθετο «κάλαν» ως «έκπαγλη» και χαρακτηρίζει τη γη με το επίθετο «σκοτεινή», λέξη που δεν υπάρχει αντίστοιχη στο σαπφικό κείμενο, ίσως κατ’ αναλογία με τη «μέλαι[ν]αν γη».

κι όσ' άστρα γύρω βρίσκονται στην έκπα
γλη σελήνη παρευθύς το φωτεινό τους πρό
σωπο κρύβουν κάθε φορά που εκείνη ολόγιο
μη καταλάμπει τη γη τη σκοτεινή ανεβαί
νοντας  ◊  ασημοκαπνισμένη.



Στο νυχτερινό μυστηριακό σκηνικό, που στήνει η ποιήτρια, δυο θηλυκές θεότητες, η Σελήνη και η Δροσιά μαζί - κόρη του Δία και της Σελήνης, σύμφωνα με τη μυθολογία - προκαλούν τη βλάστηση ευωδιαστών φυτών. 
 
Η θάλασσα, πάλι, με τη βοήθεια της νύχτας «που ’ναι όλη αυτιά» μεταφέρει «επάνω από τα κύματα» τη φωνή της κοπέλας, «το κάλεσμά της το κρυφό και το ανεξήγητο», στις αγαπημένες της φίλες που τη νοσταλγούν. Η νοσταλγία της «Σαπφώς», της Ατθίδας και των άλλων κοριτσιών, που δεν εμφανίζονται άμεσα στο απόσπασμα, αλλά αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους έμμεσα από την αντωνυμία «ἄμμ’», για την κοπέλα που λείπει από τη συντροφιά τους, έχει σαφώς ερωτικές συνδηλώσεις. Η Σελήνη ως θηλυκή θεότητα έχει ενεργό ρόλο στον έρωτα, όπως φαίνεται από τον μύθο της ερωτικής σχέσης της με τον Ενδυμίωνα, που προφανώς γνώριζε η Σαπφώ. Άλλωστε, λέγεται ότι η ποιήτρια είχε γράψει ένα ποίημα με θέμα ακριβώς αυτόν τον μύθο, το οποίο όμως χάθηκε.

τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους
πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ’ ω
ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας
γή· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά
ο καθένας  ◊  εύκολο να το νιώσει αυτό κα
νείς· παράδειγμα η Ελένη· που ασύγκριτη
στην ομορφιά μες σ’ όλους τους ανθρώπους
ξάφνου παράτησε τον άντρα της τον ακριβό
◊  κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως
ποτέ της να γνοιαστεί μήτε για κόρη
μήτε για γονιούς· μα ερωτοχτυπημένη σύγκορμα
τη συνεπηρε η Κύπρις  ◊  αχ  πόσο μ’ ένα
τίποτα λυγά πάντα η γυναίκα! πώς πιάνε
ται απ' αυτό που τρώει το νου της η άμυα
λη και πιο μακριά δε βλέπει! σάμπως και
τώρα την Ανακτορία που’φυγε μακριά μας
λέω τη θυμάται πια κανείς;  ◊  που το κα
μαρωτό της το περπάτημα και του προσώ
που της το φωτεινό το γύρο να δω χίλιες
φορές το προτιμούσα παρά των Λυδών όλα
τ’ άρματα και τους πεζούς με τα σιδερικά
στη μάχη  ◊  όμως το ξέρω πως δε γίνε
ται ποτέ κανείς να ελπίζει σ’ ολάκαιρη την
ευτυχία· ένα μικρό μερίδιο να προσδοκάει
μονάχα·  ◊  κει που δεν το περιμένει...

πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις
εδώ σ’ εμάς γυρίζει ο λογισμός της·  ◊  ε
δώ που σαν θεά φανερωνόταν μαγεμένη απ’
το γλυκό τραγούδι σου!  ◊  τώρα μέσα
στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξε
χωρίζει καθώς όταν ο ήλιος έχοντας βασιλέ
ψει πια η σελήνη μ’ ένα κόκκινο θάμπος ξε
προβάλλει  ◊  όλα τ’ αστέρια γύρω της να
εξαφανίσει· κι ένα φέγγος απλώνει ώς πέρα
στ’ αλμυρό το πέλαγος και στους αγρούς με
τα χιλιάδες άνθη  ◊  τότε που η δρόσο λα
μπερή σταλάζει· ζωντανεύουν τα ρόδα και
το τρυφερό μυρώνι και το ζαμπάκι με τη
δυνατή ευωδιά·  ◊  ωστόσο εκείνη με βαριά
καρδιά ολοένα πάει κι έρχεται κι ο νους
της στην Ατθίδα την απαλή που την ποθεί
και πια μαράζωσε η ψυχή της  ◊  άκου φω
νάζει με φωνή μεγάλη εκεί κι εμείς να πά
με· να σμίξουμε μαζί της· κι η νύχτα που
’ναι όλη αυτιά να ξαναπεί πασχίζει επάνω
από τα κύματα που μας χωρίζουν το κάλε
σμά της το κρυφό και το ανεξήγητο...

Η έκφραση «νύξ πολύως» - «η νύχτα που ’ναι όλη αυτιά», όπως την αποδίδει ο Ελύτης,  επαινώντας  τη λυρική της δύναμη – δεν υπήρξε ποτέ. Ο στίχος αυτός αποτελεί συμπλήρωση κάποιου μελετητή στον πάπυρο που πρωτοεκδόθηκε το 1902 και εμφανίζεται στην έκδοση του Edmonds από την οποία αντλεί ο Ελύτης. Κι όμως, η επιλογή αμφίβολης προέλευσης στίχων, όπως ο συγκεκριμένος, φαίνεται να εξυπηρετεί τις προθέσεις του: οι αξιώσεις του δεν ήταν φιλολογικές αλλά «τολμηρά ποιητικές». Η «διαμαντένια έκφραση», με την αυτοδύναμη ακτινοβολία»της, επιλέγεται για να αντιπροσωπεύσει την Σαπφώ στον ταξιδιωτικό σάκο του ποητικού υποκειμένου στον «Μικρό Ναυτίλο»: 

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο...

Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνο τ’ απαραίτητα» είπα. Κι ήταν αρκετά γι’ αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα- ένα: 

ΣΑΠΦΩ
νύξ πολύως




Είτε συνδεδεμένη με τον πόνο της απουσίας του έρωτα, είτε με νυχτερινές θρησκευτικές τελετές, η Σελήνη αντιπροσωπεύει και στη Σαπφώ τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς και την πόρτα προς την απόκρυφη φύση της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, ταυτισμένη με τις μητριαρχικές, μαγικές τελετές, «τους χορούς, που σ’ άλλους καιρούς, έσερναν τριγύρω στον ωραίο βωμό, της Κρήτης οι κοπέλες», με την πίστη ότι οι φάσεις της σελήνης μπορούν να επιδράσουν στη ζωή του ανθρώπου.

[...] πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα
σιλέψανε· και μόνο εγώ κείτομαι δω μονά
χη κι έρημη  ◊  ο Έρωτας που βάσανα μοι
ράζει  ◊  ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
◊  μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρα
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.

______________

◊ ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βωμού το χώρο συναγμένες  ◊  κα
θώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέ
λες εσέρναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βω
μό και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των
χόρτων ανθουλάκια.

Χορός, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ:
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
____________

Του Ελύτη η σαπφική σελήνη

Ο Ελύτης αναφέρεται συχνά στη σελήνη τόσο στα ποιητικά όσο και στα δοκιμιακά του έργα, συνδέοντάς την αρκετές φορές με τη λυρική ποιήτρια και τη φύση της Αιολίδας που τους ενώνει άρρηκτα. Ο Ελύτης συνθέτει ένα  τελετουργικό σκηνικό, παρόμοιομε της Σαπφώς, στο ποίημά του «Της Σελήνης της Μυτιλήνης: παλαιά και νέα ωδή», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Tα Ετεροθαλή», προσφέροντάς μας την αίσθηση της σαπφικής σελήνης, όπως εκείνος την ένιωσε. Η αρχαία λυρική ποιήτρια «έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού» — ο κήπος είναι κι εδώ σημείο συνάντησης των δυο ποιητών σ’ ένα άχρονο παρελθόν τους  — την «παλιά θαλασσινή Σελήνη» και είναι η Σαπφώ που «κρούοντας βότσαλα μες στο νερό» - μια καθαρά τελετουργική πράξη  καθιστά το ποιητικό υποκείμενο ικανό ν’ ακούσει το αρχέγονο όνομα του φεγγαριού, «Σ ε λ ά ν α», και την αληθινή του λειτουργία: 

Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία – που ξέρω :
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

Ητανε στο νησί μου κάποτες εκεί που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ’ έφερε μεσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Kρούοντας βότσαλα μεσ’ στο νερό ν’ακούσω
Πως σε λένε Σ ε λ ά ν α και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Με τη σελήνη συνδέει τη μορφή κάποιων κοριτσιών της ποίησής του, ο Ελύτης, με τον ίδιο τρόπο που η Σαπφώ δένει μυστηριακά τη μορφή της ξενιτεμένης στις Σάρδεις Ανακτορίας με την «Fροδοδάκτυλο σελάνα»: «η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης» στο Άξιον Εστί, «Σελήνη Ελένη αναβρυτή» στα Ετεροθαλή, η Μαρία Νεφέλη: 

[...] απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.

Η σελήνη, βέβαια, της Σαπφώς και του Ελύτη δε σχετίζεται σε καμιά περίπτωση με τη σελήνη της ψυχρής λογικής των αστροναυτών, όπως συχνά τονίζεται από τον ποιητή. Άλλωστε, ο ίδιος μας προτρέπει βροντόφωνα: 

Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων. 

Και στον «Μικρό Ναυτίλο» επίσης γράφει: 

Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας
όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ.


Στην παραλία, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: 
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
____________


Η πιο λυρική όμως περιγραφή της σελήνης της Αιολίδας γίνεται από τον Ελύτη στο κείμενό του «Η άλλη Λέσβος», που αποτελεί την αρχή του μεγαλύτερου σε έκταση δοκιμίου «Ο ζωγράφος Θεόφιλος». Εκεί ο ποιητής φαίνεται να μας παρουσιάζει την εμπειρία του από τη γη της Αιολίδας, μια εμπειρία βίωσης της υπερπραγματικότητας, αφού ο εξωτερικός κόσμος των αισθήσεων συνενώνεται ισάξια με τον εσωτερικό κόσμο της φαντασίας και του πνεύματος του αφηγητή. Για τη σελήνη λέει:   

[...] από τη στιγμή που η νύχτα πέφτει, αρχίζει μια άλλη ιστορία. Το λόγο τον αποκλειστικό τον έχει - ποιος άλλος; - η Σελήνη. Σ' αυτήν η γη της Αιολίδας, που τα λησμονά όλα σαν όμορφη και άπιστη ερωμένη, παραδίνεται χειροπόδαρα. Διαθέτει άλλωστε η Μυτιλήνη μια δική της ιδιωτική Σελήνη, κληρονομιά νομίζω της Σαπφώς, που δεν έχει καμιά σχέση με την άλλη που μελετούν οι σοφοί και πασχίζουν να εξουσιάσουν. Είναι πολύ πιο μεγάλη από την κανονική, σχεδόν η διπλή, κατακόκκινη και πριονισμένη απ’ το ’να πλάι, με μια μεγάλη μουτζούρα στο μάγουλο, ίδια βάγια των παλιών παραμυθιών. Και βγαίνει πάντοτε αργά, πλαγιαστά, αναδίνοντας άχνες και κυλώντας επάνω στις κορυφογραμμές των λόφων, χωρίς να πέφτει ποτέ της εντελώς ως κάτου στις κοιλάδες με τα λιόφυτα.

Από χίλιες μεριές τότε, από τά κρυμμένα πίσω από τις καλαμιές μποστάνια, τις απόμαχες σάπιες ψαρόβαρκες, τους σκαρφαλωμένους στα ύψη Προφητηλίες, δίνεται τό σήμα, κι ευθύς όλα τα στοιχεία του νησιού αρχινάνε να τρέμουν, ν' αναβοσβήνουν, να μυρμηδίζουν, καθώς μυριάδες τριζόνια. Ύστερα η σιωπή παίρνει ολόκληρο το νόημά της, που σημαίνει, αποχτά ένα βάθος άπέραντο, με φανταστικά τοιχώματα έξαιρετικά ευαίσθητα, οπού και το παραμικρό έντομο να γίνεται ακουστό αιπό χιλιάδες χιλιόμετρα. Είναι αυτό άλλωστε και τό μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Γιατί κατά τα άλλα — τις αντιδράσεις της Σελήνης, και τ’ αποτελέσματα της πορείας της, τα νιώθεις διαφορετικά εντελώς, ανάλογα με το μέρος οπού θα τύχει να βρεθείς.

[...] Αλλά εκεί που, πραγματικά, τα δεσμά του χρόνου λύνονται κι η ίδια η βαρύτητα της γης αισθάνεσαι ν' αντισταθμίζεται σαν από ισχυρή ουράνια έλξη, έτσι που όλα τα πράγματα ν' αποχτούν μιαν απίστευτη αλαφράδα και μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση, σαν άλλα νυχτερινά πλάσματα του Θεοτοκόπουλου, είναι, χωρίς αμφιβολία, στον κόλπο της Γέρας. 

[...] Και μήτε πια που σκέφτεσαι να πεις μια καλησπέρα. Δεν ξέρεις αν υπάρχεις για τους άλλους, αν σε βλέπουν καν, αν ακούνε καθόλου τα φωνή σου. Κι ύστερα είναι που τα λόγια σου πια δεν τα ορίζεις. Κι αν κάνεις ότι α νοίγεις το στόμα σου νιώθεις ότι θα  βγούνε κάτι παλιά αιολικά, όλο άλφα καί νυ, κάτι ταν απάλαν Σελάναν — ταν Μυτιλάναν, και τότε, αλήθεια, είναι φόβος όλα τα κατασιγασμένα στοιχεία του νησιού, οι ρυτιδιασμένοι κορμοί των δέντρων, οι πέτρες της ξερολιθιάς, τα αρχέγονα λιοτριβειά, τα μαγκάνια, να σκιρτήσουν ακούγοντας το αληθινό τους όνομα, ν’ αναγνωρίσουν τη μαγική φωνή και ν' αναποδογυρίσουν, θέλω να πω, να φέρουν κυριολεκτικά μέσα-έξω το Χρόνο. Που το απίθανο θα γινότανε πιθανό. Τα σαντάλια της Μνασιδίκας θα ηχούσανε πάλι κάτω απ’ τα φυλλώματα, και η Μίκα, η Γυρίννω, η Ανακτορία, με τις λαμπρές πόρπες στη μέση τους, θα υψώνανε τα γυμνά μπράτσα για ν’ αρχίσουν άλλη μια φορά να τραγουδάν τα Επιθαλάμια:

— παρθενία, παρθενία, ποῖ με λίποισ’ αποίχηι;
— οὐκέτι ἤξω πρὸς σέ, οὐκέτι ἤξω.

Οδυσσέας Ελύτης, Ο ζωγράφος Θεόφιλος, σελ. 262-265, 
Ανοιχτά Χαρτιά,  Αθήνα, Ίκαρος, 1987.


Ο κόλπος της Γέρας, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
___________


ΠΗΓΕΣ
  • Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
  • Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1987.
  • Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1992.
  • Μαρία Βερρή,  Σαπφώ: Η «μακρινή εξαδέλφη» του Ελύτη, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2020

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό.

Ο Italo Calvino, φωτογραφημένος στη βεράντα του σπιτιού του στη Ρώμη τον Δεκέμβριο του 1984. 
GIANNI GIANSANTI (GAMMA-RAPHO ΜΕΣΩ GETTY IMAGES)
_____________

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο 

Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ίταλο Καλβίνο, ενός από τους τελευταίους κλασικούς της ιταλικής λογοτεχνίας. 

Ο Ίταλο Καλβίνο γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1923 στην Κούβα, στη μικρή πόλη του Σαντιάγο ντε Λας Βέγκας, κοντά στην Αβάνα, όπου ο πατέρας του, Μάριο, γεωπόνος από τη Λιγουρία με διεθνή φήμη, και η μητέρα του, Εβα Μαμέλι, βοτανολόγος από τη Σαρδηνία, πραγματοποιούσαν κάποια γεωπονικά πειράματα. Στο «Περί της υπερπόντιας γέννησής μου» ο συγγραφέας θα γράψει σχετικά: 

«...διατηρώ μόνο ένα πολύπλοκο ληξιαρχικό στοιχείο […], κάποιες αποσκευές οικογενειακών αναμνήσεων, και το βαφτιστικό μου όνομα το οποίο η μητέρα μου, επειδή περίμενε ότι θα με μεγάλωναν σε ξένη γη, ήθελε να μου δώσει για να μην ξεχάσω τη γη των προγόνων και που, αντίθετα, στην πατρίδα ακούγεται εθνικιστικό».


Ο Italo Calvino, στην αγκαλιά του πατέρα του Mario και της μητέρας του, Eva Mameli, το 1925.
______________

Το 1925 η οικογένεια επιστρέφει στο Σαν Ρέμο, γενέθλια πόλη του πατέρα, ο οποίος κλήθηκε να διευθύνει τον Πειραματικό Σταθμό Ανθοκομίας, όπου φοιτούν νέοι απ' ολον τον κόσμο. Τα χρόνια της εφηβείας χαρακτηρίστηκαν από εκπαίδευση λαϊκή, ορθολογιστική και διαφωτιστικής φύσης, η οποία του μεταλαμπαδεύτηκε από τους γονείς του και από την έντονη σχέση με τη φύση: τη φύση γύρω από τον Βίλα Μεριντιάνα, στην οποία διέμενε η οικογένεια  και εκείνη των δασών των Προάλπεων της Λιγουρίας.

«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, που διέφερε αρκετά από την υπόλοιπη Ιταλία την εποχή που ήμουν παιδί: το Σαν Ρέμο εκείνο τον καιρό ήταν ακόμα γεμάτο από γέρους Εγγλέζους, από Ρώσους δούκες, από ανθρώπους εκκεντρικούς και κοσμοπολίτες. Αλλά και η οικογένεια μου ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη οικογένεια για το Σαν Ρέμο και γενικότερα την Ιταλία της εποχής: επιστήμονες, λάτρεις της φύσης, ελεύθεροι διανοητές...»

Σε συνέντευξή του στον Alexander Stille, το 1985, μιλάει για τη σχέση του με τη φύση: 

«Αν το έργο μου είχε κάποια σχέση με τη φύση, οφειλόταν σε ένα είδος νοσταλγίας για έναν κόσμο που έχασα και τον οποίο προσπαθώ να ανακτήσω μέσω της λογοτεχνίας….

Πέρασα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια μέσα στη φύση. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και η δουλειά του ήταν να κάνει γεωργικά πειράματα. Η μητέρα μου ήταν βοτανολόγος και γενετίστρια. Ζούσαμε στο Σαν Ρέμο, σε μια βίλα γεμάτη εξωτικά φυτά, και είχαμε ένα μικρό αγρόκτημα. Ο πατέρας μου, ο οποίος είχε περάσει πολλά χρόνια στο Μεξικό και την Κούβα, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αβοκάντο και γκρέιπφρουτ στην Ιταλία. Μόλις έφτασε στο Μεξικό, έστειλε σπόρους αβοκάντο στο Σαν Ρέμο. Σήμερα είναι πολύ γνωστά στην Ιταλία, αλλά εκείνη την εποχή, στις δεκαετίες του 1920 και 1930, η κατανάλωση αυτών των εξωτικών φρούτων φαινόταν μια εκκεντρικότητα της οικογένειας Καλβίνο.»


Η οικογένεια Καλβίνο φωτογραφημένη στον κήπο της Βίλα Μεριντιάνα το 1938.
_______________

Τελειώνοντας το λύκειο γράφεται το 1941 στη σχολή της γεωπονικής του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Το 1943 αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασιστική Δημοκρατία του Σαλό και μένει για πολλούς μήνες κρυμμένος μακριά από το σπίτι του. 

Το 1944 γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι αμέσως μετά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, αποφασίζει να μπει στο αντάρτικο, στη δεύτερη μεραρχία «Γκαριμπάλντι», που πολεμά τους ναζιφασίστες στην περιοχή των Άλπεων, στα σύνορα με τη Γαλλία. Οι γονείς του συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.

«Η κομμουνιστική μου επιλογή δεν στηριζόταν σε ιδεολογικές παραμέτρους [...]. Ένιωθα πως εκείνη τη στιγμή το μόνο που μετρούσε ήταν η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν τότε η πιο δραστήρια και οργανωμένη δύναμη».

Η παρτιζάνικη περίοδος είναι σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά έντονη. «Έζησα μια σειρά από ανεκδιήγητες περιπέτειες και κινδύνους, γνώρισα τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει να δραπετεύεις από τη φυλακή, βρέθηκα πολλές φορές στο χείλος του θανάτου. Είμαι όμως ικανοποιημένος με τα όσα έζησα, με τις εμπειρίες που συσσώρευσα, θα ήθελα μάλιστα να είχα ζήσει ακόμα περισσότερες...»

Με την Απελευθέρωση επιστρέφει στο Τορίνο, στις πανεπιστημιακές του σπουδές, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά στις γραμμές του IKK. Γνωρίζεται με το συγγραφέα Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος γίνεται ο πρώτος αναγνώστης των γραπτών του. Με την επιμονή του Παβέζε δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα και βλέπει να του ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες των λογοτεχνικών κύκλων του Τορίνο. Η αυτοκτονία του Παβέζε στις 29 Αυγούστου 1950 θα σημαδέψει ωστόσο βαθιά τη ζωή και τη συνείδηση του εικοσιεπτάχρονου Καλβίνο.

Το 1957, μετά την καταστολή της αντισοβιετικής εξέγερσης στην Ουγγαρία τον προηγούμενο χρόνο, ο συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ενώ συνεχίζει να παρατηρεί ενεργά το εθνικό και διεθνές πολιτικό – κοινωνικό σκηνικό. 

Ταυτόχρονα ο Καλβίνο ξεκινά να ταξιδεύει, χτυπημένος –όπως λέει χιουμοριστικά– από «δρομομανία» (νευρωτική τάση για συνεχόμενη κίνηση). Ανάμεσα στο 1959 και το 1960 μένει για έξι μήνες στις ΗΠΑ και στη συνέχεια περνά μεγάλες περιόδους στη Ρώμη, στο Σαν Ρέμο, στο Τορίνο (στο οποίο πηγαίνει δύο φορές τον μήνα για να τακτοποιεί τις δουλειές στον εκδοτικό οίκο Einaudi) και στο Παρίσι. Εκεί, το 1962, γνωρίζει την Έστερ Τζούντιθ Σίνγκερ, γνωστή ως Τσιτσίτα, Αργεντινή με καταγωγή από τη Ρωσία, μεταφράστρια αγγλικών της Unesco. Παντρεύτηκαν το 1964 στην Κούβα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο γενέθλιο τόπο του συγγραφέα, κι έπειτα μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε η μοναδική κόρη τους, Τζοβάννα.

Ο Italo Calvino στο Παρίσι, Saint Germain des Prés, 5 Δεκεμβρίου 1974 
(Photo by Sophie Bassouls)
____________

Το 1967 ο Καλβίνο μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου έμεινε έως το 1980. Στη γαλλική πρωτεύουσα βρήκε ένα είδος καταφυγίου, έναν τόπο γαλήνης που του επέτρεπε να συγκεντρωθεί: 

«Ως συγγραφέας μπορώ να πραγματοποιήσω ένα μέρος της δουλειάς μου στη μοναξιά, δεν έχει σημασία πού, αν θα είναι σε ένα απομονωμένο σπίτι στη μέση της εξοχής ή σε ένα νησί, κι αυτό το εξοχικό σπίτι εγώ το έχω στο κέντρο του Παρισιού».

Ο Καλβίνο γυρνά το 1980 στη Ρώμη (η Βίλα Μεριντιάνα στο Σαν Ρέμο είχε πουληθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1978), όπου μετά από σαράντα χρόνια πιστής συνεργασίας με τον εκδοτικό οίκο Einaudi, συνέχισε την εκδοτική του δραστηριότητα για έναν άλλο εκδότη: τον Garzanti. 

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1985 εργάζεται για έναν κύκλο ομιλιών που θα λάμβανε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αλλά στις 6 Σεπτεμβρίου παθαίνει οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο στη βίλα του στην Τοσκάνη, κοντά στο Καστιλιόνε ντελλα Πεσκάια (επαρχία του Γκροσσέτο). Μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο της Σιένα, πέθανε τη νύχτα μεταξύ 18 και 19 Σεπτεμβρίου.

Tullio Pericoli, Italo Calvino, 1987
__________

Ίταλο Καλβίνο, ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που μακραίνει στα παρελθόντα... 

Τον Φεβρουάριο του 1984, ο Ίταλο Καλβίνο επισκέφτηκε την Αθήνα, με την ευκαιρία μιας διάλεξης που είχε προσκληθεί να δώσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Η αυτοβιογραφία, που συνέταξε ο ίδιος ειδικά για το αφιέρωμα του περιοδικού Χάρτης, δημοσιεύτηκε, μεταφρασμένη από τον Τάσο Δενέγρη, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα και μελετήματα για το έργο του. 

_____________

Μου ζητάτε ένα βιογραφικό σημείωμα, κάτι δηλαδή που με φέρνει πάντοτε σε δύσκολη θέση. Τα βιογραφικά ή ακόμη και τα ληξιαρχικά στοιχεία είναι αυτά που κανείς τα θεωρεί ό,τι πιο δικό του και, από τη στιγμή που θα τα δηλώσεις, είναι σα να υποβάλλεσαι σε ψυχανάλυση. (Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η γνώμη μου, γιατί δεν έχω ποτέ ψυχαναλυθεί).

Αρχίζω με το γεγονός ότι γεννήθηκα στον αστερισμό του Ζυγού, γι' αυτό μέσα στον χαρακτήρα μου η ισορροπία και η ανισορροπία αλληλοδιορθώνουν τις καταχρήσεις τους. Γεννήθηκα τον καιρό που οι γονείς μου ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στην πατρίδα, ύστερα από χρόνια που είχαν περάσει στην Καραϊβική: από κει βγαίνει και η γεωγραφική αστάθεια που με κάνει συνέχεια να επιθυμώ έναν άλλο τόπο.

Η γνώση των γονιών μου συνέκλινε στο φυτικό βασίλειο, στα θαύματα καί στις αρετές του. Εγώ, γοητευμένος από μιαν άλλη βλάστηση, την βλάστηση των γραμμένων φράσεων, γύρισα την πλάτη σε όσα εκείνοι θα μπορούσαν να μου μάθουν. Εξίσου άγνωστη μού έμεινε και η γνώση του ανθρώπου.

Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία μέχρι τη νεότητα σε μια πόλη της Ριβιέρας, περιορισμένη στη στενή της ζωή. Τόσο η θάλασσα που ήταν κλεισμένη σ' έναν κόλπο όσο και το βουνό, μου έδιναν την εντύπωση της σιγουριάς και της προστασίας. Από την Ιταλία με χώριζε μια λεπτή λουρίδα μιας παραθαλάσσιας οδού, από τον κόσμο ένα κοντινό σύνορο. Η έξοδος απ' αυτόν τον προστατευτικό κλοιό ήταν για μένα η επανάληψη του τραύματος τής γέννας, μα μόλις τώρα το καταλαβαίνω.

Μεγαλωμένος στα χρόνια της δικτατορίας [του Μουσολίνι], κληρωτός στα τέλη τού Παγκοσμίου Πολέμου, απόκτησα τη βεβαιότητα πώς η ειρήνη και η ελευθερία στη ζωή είναι κάτι τυχαίο και εύθραυστο, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σου αφαιρεθεί.

Στα πλαίσια αυτής της έμμονης ιδέας, η πολιτική έπιασε ένα ίσως υπερβολικά μεγάλο μέρος των νεανικών μου ανησυχιών. Λέω υπερβολικά για τα δικά μου μέτρα, για ό,τι χρήσιμο θα μπορούσα να δώσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που ενώ φαίνονται να είναι μακριά από την πολιτική, μετρούν πολύ περισσότερο ως επιρροή στην ιστορία (και στην πολιτική ιστορία) των ανθρώπων και των χωρών.

Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ένιωσα να με καλεί η μεγάλη πόλη, και ήταν κάτι πιο δυνατό από τις επαρχιακές μου καταβολές. Έτσι, για ένα διάστημα βρέθηκα να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ Μιλάνου και Τορίνου. Η επιλογή του Τορίνου θα είχε σίγουρα τους λόγους της και δεν έγινε χωρίς συνέπειες: Τώρα έχω ξεχάσει και τους μεν και τις δέ αλλά για πολλά χρόνια σκεφτόμουν πως αν είχα διαλέξει το Μιλάνο όλα τώρα θα ήταν διαφορετικά.

Γρήγορα δοκίμασα την τέχνη της γραφής. Δεν συνάντησα δυσκολίες για να εκδώσω. Βρήκα αμέσως κατανόηση και εύνοια. Άργησα όμως να καταλάβω και να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.

Δουλεύοντας σε εκδοτικό οίκο, αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα βιβλία των άλλων παρά στα δικά μου. Δεν παραπονιέμαι: οτιδήποτε αποβαίνει χρήσιμο στη ζωή του κοινωνικού συνόλου είναι ενέργεια που ξοδεύτηκε σωστά.

Από το Τορίνο, που είναι πόλη σοβαρή αλλά μελαγχολική, συνέβαινε να ξεγλιστράω συχνά και να πηγαίνω στη Ρώμη. (Οι μόνοι άλλωστε Ιταλοί που έχω ακούσει να μη μιλούν αρνητικά για τη Ρώμη είναι οι Τορινέζοι). Κι έτσι, η Ρώμη ίσως ήταν ή πόλη της Ιταλίας πού έχω ζήσει περισσότερο χωρίς ποτέ να διερωτηθώ γι' αυτό. Για μένα ιδεώδης τόπος είναι αυτός όπου είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος. Γι' αυτό, το Παρίσι είναι η πόλη όπου παντρεύτηκα, έκανα σπιτικό, μεγάλωσα μια κόρη. Ακόμη κι η γυναίκα μου είναι ξένη [από την Αργεντινή]: Οι τρεις μας μιλάμε τρεις διαφορετικές γλώσσες! Όλα μπορούν ν' αλλάξουν εκτός από τη γλώσσα που είναι μέσα μας ή μάλλον από τη γλώσσα που μας έχει μέσα της, αυτόν τον κόσμο που είναι πιο αποκλειστικός και καθοριστικός κι απ' την κοιλιά της μάνας.

Βλέπω πως σ' αυτή την αυτοβιογραφία επέμεινα στη γέννηση ενώ για τις διαδοχικές φάσεις μίλησα σαν κάτι που πρόκειται να βγει στο φως και τώρα τείνω να γυρίσω ακόμη πιο πίσω, στον κόσμο πριν από τη γέννηση.

Αυτός είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε κάθε αυτοβιογραφία που έχει την έννοια της εξερεύνησης των ριζών, όπως αυτή του Τρίστραμ Σάντι που μακραίνει στα παρελθόντα κι όταν φτάνει στο σημείο από όπου θα 'πρεπε ν’ αρχίσει την ιστόρηση της ζωής του, δεν βρίσκει πια τίποτε να πει.


Italo Kalvino (llustration by Daniele Castellano)
__________

«Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη»

Το βιβλίο «Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη» του Ίταλο Καλβίνο πρωτοεκδόθηκε το 1963, στο Τορίνο, από τις Εκδόσεις Einaudi με εικονογραφήσεις του Σέρτζιο Τοφάνο. Το κείμενο της παρουσίασης (που πιθανότατα γράφτηκε από το συγγραφέα) λέει: 

«Μέσα σε μια πόλη από τσιμέντο και άσφαλτο ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση. Μα υπάρχει ακόμα η φύση; Η φύση που βρίσκει είναι περιφρονητική, παραμορφωμένη, έχει συμβιβαστεί με την τεχνητή ζωή. Ο Μαρκοβάλντο, αστείος και μελαγχολικός ήρωας, είναι πρωταγωνιστής μιας σειράς σύγχρονων παραμυθιών που παραμένουν πιστά σε μια κλασική αφηγηματική δομή: των ιστοριών σε κόμικς που εμφανίζονται σε παιδικά περιοδικά».

Τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή διαγράφονται μόλις και μετά βίας: είναι ένας απλός ανθρωπάκος, κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, εργάζεται χειρωνακτικά σαν αχθοφόρος σε μια εταιρεία, είναι η τελευταία ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων, όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, με μία μόνο ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Άνθρωπος της Φύσης», ένας «Αγαθός Άγριος» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη. Ο τόπος από τον οποίο ήρθε στην πόλη, το «αλλού» το οποίο νοσταλγεί, δεν αναφέρεται· θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «μετανάστη», παρόλο που η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ μέσα στο κείμενο· ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, θα ήταν ανακριβής, διότι όλοι σ' αυτά τα διηγήματα μοιάζουν «μετανάστες» σ' έναν ανοίκειο κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν.

Η καλύτερη παρουσίαση του ήρωα υπάρχει στο πρώτο διήγημα «Μανιτάρια στην πόλη»: 

«Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσήλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε επάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξης του».

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,
μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.


Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)
____________

Για να τονιστεί ο μυθικός χαρακτήρας τους, οι ήρωες αυτών των σκηνών της σύγχρονης ζωής —που είναι οδοκαθαριστές, νυχτοφύλακες, άνεργος αποθηκάριοι— έχουν ονόματα πομπώδη, μεσαιωνικά, σαν ήρωες μεσαιωνικού επικού ποιήματος, αρχίζοντας από τον πρωταγωνιστή. Μόνο τα παιδιά έχουν συνηθισμένα ονόματα, ίσως επειδή εμφανίζονται όπως είναι και όχι σαν καρικατούρες.

Η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ: από μερικές απόψεις θα μπορούσε να είναι το Μιλάνο, από άλλες (που ορίζονται από το ποτάμι και τους λόφους) αναγνωρίζουμε το Τορίνο (πόλη όπου ο συγγραφέας πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του). Η ασάφεια αυτή ήταν, οπωσδήποτε, σκόπιμη εκ μέρους του συγγραφέα, για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για μια πόλη αλλά για την πόλη, την οποιαδήποτε βιομηχανική μητρόπολη, τη γενική και τυπική, όπως γενικές και τυπικές είναι οι ιστορίες που μας αφηγείται.

Ακόμα πιο ακαθόριστη είναι η εταιρεία, η επιχείρηση όπου εργάζεται ο Μαρκοβάλντο: δε θα μάθουμε ποτέ ποια είναι τα προϊόντα της, τι είδη πουλάει κάτω από το μυστηριώδη τίτλο «Sbav» ούτε τι περιέχουν τα κιβώτια που οχτώ ώρες την ημέρα φορτώνει και ξεφορτώνει ο Μαρκοβάλντο. Είναι η εταιρεία, η επιχείρηση, σύμβολο όλων των εμπορικών οίκων, των επιχειρήσεων, των ανωνύμων εταιρειών, κάθε εργοστασιακής φίρμας που βασιλεύει στα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής μας.

Μια μελαγχολική απόχρωση υποβόσκει στο βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχήμα των κωμικών ιστοριών στάθηκε απλώς ένα σημείο εκκίνησης για το συγγραφέα, που, διευρύνοντάς το, αφέθηκε στην πικρή και πονεμένη λυρική του φλέβα. Ωστόσο ο Μαρκοβάλντο, παρ' όλες του τις αποτυχίες, δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος· είναι διαρκώς πρόθυμος ν’ ανακαλύψει σ’ έναν κόσμο που του είναι εχθρικός μια σχισμή προς έναν κόσμο φτιαγμένο στα δικά του μέτρα, δεν καταθέτει τα όπλα, είναι πάντοτε έτοιμος να ξαναρχίσει. Φυσικά το βιβλίο δε μας καλεί να αφεθούμε σε μια στάση επιφανειακής αισιοδοξίας: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στερηθεί την αρμονία ανάμεσα στον εαυτό του και στο περιβάλλον όπου ζει και η επίλυση αυτής της δυσαρμονίας είναι δυσκολότατο εγχείρημα, οι ειδυλλιακές και εύκολες ελπίδες αποδεικνύονται πάντοτε φρούδες. Η στάση, όμως, που επικρατεί είναι η επίμονη, η στάση της μη εγκατάλειψης.


Ο Μαρκοβάλντο με τα μάτια του Alessandro Sanna.
__________


Ποια είναι, άραγε, η θέση αυτού του βιβλίου απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει;  Νοσταλγία, θρήνος για ένα χαμένο, ειδυλλιακό κόσμο; Μια ερμηνεία με αυτό το πρίσμα, το κοινό σε μέγα μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, που καταδικάζει το απάνθρωπο του «βιομηχανικού πολιτισμού» εν ονόματι της λαχτάρας για το παρελθόν, θα ήταν υπερβολικά εύκολη. Όμως, αν προσέξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι εδώ η κριτική του «βιομηχανικού πολιτισμού» συνοδεύεται από μια εξίσου αυστηρή κριτική των ονείρων για «χαμένους παραδείσους». Το «βιομηχανικό» και το «αγροτικό» ειδύλλιο αποτελούν ταυτόχρονους στόχους: όχι μόνο είναι αδύνατη η «επιστροφή προς τα πίσω», αλλά κι αυτό το «πίσω» δεν υπήρξε ποτέ, είναι μια πλάνη. Η αγάπη του Μαρκοβάλντο για τη φύση είναι μια αγάπη που μπορεί να νιώσει μόνο ο άνθρωπος της πόλης: για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για την επαρχιώτικη καταγωγή του· αυτός ο ξένος προς την πόλη είναι ο κατεξοχήν αστός.

Σ’ αυτό το βλέμμα προς τον κόσμο, το τόσο κριτικό για τις καταστάσεις και τα πράγματα, αλλά και τόσο σπλαχνικό για τους ανθρώπους και όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, έγκειται το δίδαγμα του βιβλίου, αν μπορούμε να ονομάσουμε «δίδαγμα» αυτή την τόσο διακριτική και υπόγεια, αλλά αναμφισβήτητη, διδασκαλική φλέβα του συγγραφέα, η οποία είναι διαρκώς ανοιχτή σε ποικίλες εναλλακτικές λύσεις.
 (Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)


Italo Calvino (Copyright © 2023 Marco Ventura)
_____________

Το δάσος στην εθνική οδό.

Στους παγερούς μεταπολεμικούς χειμώνες, ο Μαρκοβάλντο και τα παιδιά του βγαίνουν να ψάξουν για ξύλα, προκειμένου να τροφοδοτήσουν την πεινασμένη σόμπα. Τα παιδιά, γεννημένα και μεγαλωμένα στην πόλη, νομίζουν ότι οι γιγαντοαφίσες είναι δέντρα ενός δάσους κι ο Μαρκοβάλντο, που επιστρέφει «μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγαίνει με το πριόνι του στην εθνική οδό».

Πόσο προφητικός μοιάζει ο Καλβίνο, αλήθεια, σαν να προβλέπει το ζοφερό μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών, ήδη από το 1963, που εκδίδονται οι ιστορίες του βιβλίου του. Σε εποχές ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης στρέφει τους καταναλωτές στην καύση ξύλου για να ζεσταθούν. Όλοι θυμόμαστε, σχετικά πρόσφατα, τους επιστήμονες να κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου, καθώς αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των τοξικών αιωρούμενων σωματιδίων, επειδή πολλοί κάτοικοι των μεγάλων πόλεων καίνε για να ζεσταθούν ό,τι βρουν και όχι μόνο καθαρά καύσιμα. Παλέτες, ξύλα βαμμένα με πλαστικό χρώμα, φορμάικες, λάστιχα, ακόμα και σκουπίδια ρίχνονται  σε τζάκια και ξυλόσομπες, κάνοντας όχι μόνο αποπνικτική αλλά και επικίνδυνη για την υγεία την ατμόσφαιρα εκτός και εντός των σπιτιών. 


Το κρύο έχει χίλιες μορφές και χίλιους τρόπους να κινείται μες στον κόσμο: στη θάλασσα τρέχει σαν ένα κοπάδι άλογα, στη εξοχή πέφτει σαν ένα σμήνος ακρίδες, στις πόλεις κόβει τους δρόμους σαν λεπίδα μαχαιριού και χώνεται στις ρωγμές των χωρίς θέρμανση σπιτιών. Το βράδυ εκείνο στο σπίτι του Μαρκοβάλντο είχαν τελειώσει τα καυσόξυλα και όλη η οικογένεια, τυλιγμένη στα παλτά, κοίταζε τα κάρβουνα να σβήνουν και με κάθε ανάσα τα συννεφάκια έβγαιναν από τα στόματά τους. Δεν έβγαζαν πια λέξη· αντί γιαυτούς, μιλούσαν τα συννεφάκια: η γυναίκα του τα έβγαζε μακρόσυρτα σαν αναστεναγμούς, τα παιδιά του στρόγγυλα σαν σαπουνόφουσκες και ο Μαρκοβάλντο τα φυσούσε διακεκομμένα προς τα πάνω σαν ξαφνικές εκλάμψεις ιδεών που χάνονταν στη στιγμή.

Στο τέλος ο Μαρκοβάλντο το πήρε απόφαση: 

— Πάω για ξύλα ποιος ξέρει αν θα βρω.

Έβαλε τέσσερις πέντε εφημερίδες ανάμεσα στο πουκάμισο και στο σακάκι του, για να τον προστατέψουν από τις ριπές του ανέμου, έκρυψε ένα μακρύ πριόνι κάτω από το παλτό του και βγήκε μες στη νύχτα με τα γεμάτα ελπίδα μάτια των δικών του να τον παρακολουθούν, με τα θροΐσματα του χαρτιού σε κάθε του βήμα και το πριόνι να ξεπροβάλλει κάθε τόσο  από το γιακά του. 

Να πας για ξύλα στην πόλη: μια κουβέντα είναι! Ο Μαρκοβάλντο πήγε ίσια σ' ένα μικρό πάρκο που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο δρόμους. Ερημιά παντού. Ο Μαρκοβάλντο εξέταζε ένα ένα τα γυμνά φυτά με τη σκέψη στην οικογένειά του που τον περίμενε με τα δόντια να χτυπάνε... 

Ο μικρός Μικελίνο διάβαζε τουρτουρίζοντας ένα βιβλίο με παραμύθια που το είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Το βιβλίο έλεγε για το παιδί ενός ξυλοκόπου που έβγαινε με το τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα. 

— Να πού πρέπει να πάμε! είπε ο Μικελίνο. Στο δάσος. Εκεί σίγουρα έχει ξύλα! 

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην πόλη, δεν είχε δει ποτέ του δάσος, ούτε καν από μακριά.

Αμ' έπος, αμ' έργον, συνεννοήθηκε με τ' αδέλφια του: ο ένας πήρε ένα τσεκούρι, ο άλλος ένα γάντζο, ο τρίτος ένα σκοινί, χαιρέτησαν τη μητέρα τους και πήγαν ν' αναζητήσουν ένα δάσος.

Περπατούσαν στους δρόμους της πόλης, κάτω απ' το φως των φανοστατών, και δεν έβλεπαν παρά μόνο σπίτια: ούτε σκιά από δάσος. Πού και πού συναντούσαν κάποιον περαστικό, αλλά δεν τολμούσαν να τον ρωτήσουν πού είναι το δάσος. Έτσι έφτασαν εκεί όπου τελείωναν τα σπίτια της πόλης και ο δρόμος γινόταν εθνική οδός.

Στις δυο πλευρές της εθνικής οδού τα παιδιά είδαν το δάσος: μια πυκνή βλάστηση με παράξενα δέντρα έκρυβε από τα μάτια τους την πεδιάδα. Είχαν λεπτούς λεπτούς κορμούς, ίσιους ή λοξούς επίπεδα και πλατιά φυλλώματα που έπαιρναν τις πιο παράξενες μορφές και χρώματα, όταν τα φώτιζαν τα φανάρια κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Κλαδιά σε σχήμα οδοντόκρεμας, προσώπου, τυριού, χεριού, ξυραφιού, μπουκαλιού, αγελάδας, ρόδας, στεφανωμένα από φυλλωσιές με τα γράμματα της αλφαβήτου.

— Ζήτω! είπε ο Μικελίνο. Να το δάσος!

Και τ' αδέλφια του κοίταζαν μαγεμένα το φεγγάρι που ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' αυτές τις παράξενες σκιές:

— Τι ωραίο που είναι...

Ο Μικελίνο τους ανακάλεσε αμέσως στο σκοπό για τον οποίο είχαν πάει στο δάσος: τα ξύλα. 

Έτσι έριξαν ένα δεντράκι που έμοιαζε με λουλούδι κίτρινης καμπανούλας, το έκαναν κομμάτια και το κουβάλησαν στο σπίτι. 

Ο Μαρκοβάλντο επέστρεψε μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, όταν βρήκε τη σόμπα αναμμένη. 

— Πού τα βρήκατε; φώναξε δείχνοντας τα υπολείμματα του διαφημιστικού πανό που, καθώς ήταν από πεπιεσμένο ροκανίδι, κάηκε πολύ γρήγορα.

— Στο δάσος! έκαναν τα παιδιά.  

— Ποιο δάσος;

— Εκεί, στον αυτοκινητόδρομο. Είναι γεμάτο! 

Βλέποντας πόσο απλό ήταν και ότι υπήρχε πάλι ανάγκη για ξύλα, ο Μαρκοβάλντο αποφάσισε ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγήκε με το πριόνι του και πήγε στην εθνική οδό.


Το όργανον της Τροχαίας, Αστόλφο, ήταν λιγάκι μύωψ και τη νύχτα που τριγυρνούσε με τη μοτοσικλέτα του χρειαζόταν γυαλιά όμως δεν το είχε πει πουθενά, μην τυχόν βλάψει την καριέρα του.

Το βράδυ εκείνο κάποιος κατήγγειλε ότι μια συμμορία αλήτες έριχνε τις διαφημιστικές πινακίδες. Το όργανον Αστόλφο ξεκίνησε για επιθεώρηση.

Στις παρυφές του δρόμου η άγρια βλάστηση των παράξενων προειδοποιητικών και κινούμενων σχημάτων συνοδεύει τον Αστόλφο που τα κοιτάζει εξονυχιστικά ζαρώνοντας τα μυωπικά του μάτια. Και να που στο φως της μοτοσικλέτας του διακρίνει έναν αλιτήριο σκαρφαλωμένο σε μια πινακίδα. Ο Αστόλφο πατάει φρένο:

— Ε! Τι κάνεις εσύ εκεί; Κατέβα αμέσως κάτω! 

Εκείνος δεν κινείται και του βγάζει τη γλώσσα. Ο Αστόλφο πλησιάζει και βλέπει ότι είναι η ρεκλάμα ενός τυριού μ' ένα υπερφυσικό παιδάκι που γλείφει τα χείλη του.

— Μάλιστα, μάλιστα, κάνει ο Αστόλφο και ξαναφεύγει με μεγάλη ταχύτητα. 

Μετά από λίγο στη σκιά μιας μεγάλης πινακίδας φωτίζει ένα θλιμμένο και φοβισμένο πρόσωπο. 

— Αλτ! Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις!

Κανείς, όμως, δε φεύγει: είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο με πονεμένη έκφραση, ζωγραφισμένο μέσα σ' ένα πόδι γεμάτο κάλους: διαφήμιση ενός φαρμάκου για τους κάλους.

— Ω, με συγχωρείτε, λέει ο Αστόλφο και φεύγει τρέχοντας. Η διαφήμιση ενός χαπιού για την ημικρανία ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι που από τον πόνο είχε κλείσει τα μάτια του με τα χέρια. Ο Αστόλφο περνάει και το φανάρι του φωτίζει τον Μαρκοβάλντο που, σκαρφαλωμένος στην κορυφή, προσπαθεί με το πριόνι του να κόψει μια φέτα. Τυφλωμένος από το φως, ο Μαρκοβάλντο ζαρώνει και μένει ακίνητος, κρεμασμένος από ένα αυτί της κεφάλας, με το πριόνι του ήδη στη μέση του μετώπου.

Ο Αστόλφο κοιτάζει καλά καλά και λέει: 

— Α, ναι: χάπια Στάπα! Ωραία διαφήμιση! Έξυπνη! Εκείνο εκεί το ανθρωπάκι με το πριόνι συμβολίζει την ημικρανία που σου κόβει στα δυο το κεφάλι! Το κατάλαβα αμέσως!

Και ξαναφεύγει ικανοποιημένος.

Όλα σιγή και παγωνιά. Ο Μαρκοβάλντο αφήνει ένα στεναγμό ανακούφισης, παίρνει πάλι θέση στο άβολό του κάθισμα και ξαναρχίζει τη δουλειά. Στο φεγγαρόφωτο ουρανό απλώνεται το σβησμένο τρίξιμο του πριονιού πάνω στο ξύλο.

Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη,
μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.

Από την πρώτη έκδοση του 1963, με 23 έγχρωμες εικονογραφήσεις του Sto (Sergio Tofano)
___________


Πάρκα τσέπης, το «δάσος» για τους φτωχοδιάβολους των βιομηχανικών πόλεων

«Το απεριόριστο, το άπειρο και το γενναιόδωρα παρόν της φύσης και της Ιστορίας ανήκει σε έναν παλαιότερο ιστορικό χρόνο. Εμείς πρέπει πια να κατοικήσουμε την ξεραΐλα και να τη μετατρέψουμε, αν μπορούμε, σε βραχυχρόνια μίσθωση. Άχαρη η θέση μας, καθώς καλούμαστε από δημάρχους και άλλες δημόσιες φωνές να αποδεχτούμε το γεγονός πως και τα πάρκα τσέπης είναι δάσος. Τι περισσότερο να θέλει κανείς από ένα τσιμεντένιο παγκάκι, δυο πεύκα και μια καντίνα για τον καφέ και το σουβλάκι του;

Αυτή είναι η μετα-φύση που προσφέρεται ως πρόταση ζωής –αφήνοντας το μεγάλο δάσος να συρρικνωθεί και να γίνει είδηση χαμηλής ζήτησης–, αφού δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ή να σβήσουμε τις μεγα-πυρκαγιές (Megafires). Όσο περισσότερο οι πυρκαγιές θα μεγαλώνουν σε έκταση και διάρκεια τόσο εντονότερα θα μας προτείνονται τα pocket size αλσύλλια και τα ψευδοπάρκα των μικροαναπλάσεων ως εναλλακτικοί ορίζοντες αναψυχής, θερμοκήπια για φτωχότερους δημότες και για όσους δεν μπορούν να αγοράσουν αληθινή φύση.»

Νικόλας Σεβαστάκης, Το μεγάλο δάσος και η αυταπάτη του Ανεξάντλητου


ΠΗΓΕΣ

  • Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.