Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Δυο μάτια δίχως φως ορίζουν μια πολιτεία ολόκληρη βιβλίων, Χόρχε Λουίς Μπόρχες


Ήθελα να είμαι ο αόρατος άνθρωπος

«Ήμουν ασθενικό παιδί, μύωπας, με γυαλιά. Από μικρός ένοιωθα ντροπή επειδή οι περισσότεροι συγγενείς μας ήταν στρατιωτικοί, ενώ εγώ ήμουνα βιβλιοπόντικας. Σ' όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας πίστευα ότι το να μ' αγαπούν αποτελούσε ένα είδος αδικίας. Δεν ένοιωθα ότι αξίζω κάποια ιδιαίτερη αγάπη και θυμάμαι πως, στα γενέθλιά μου, ντρεπόμουν για τα δώρα που μου έφερναν γιατί πίστευα ότι δεν είχα κάνει τίποτα για να τ' αξίζω -πως ήμουν ένα είδος απατεώνα. Γύρω στα τριάντα το ξεπέρασα. Ήθελα να είμαι όπως τον ήρωα του Ουέλς: ο αόρατος άνθρωπος.» 

Borges.

Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα

Το
1999, μια εθνικιστική εφημερίδα του Μπουένος Άιρες υποστηρίζει ότι ο Μπόρχες είναι φανταστικό πρόσωπο που το δημιούργησαν τρεις συγγραφείς και τον υποδύεται ένας Ιταλός ηθοποιός δεύτερης διαλογής.

Είχαν πάρει τοις μετρητοίς τις αυτάρεσκες υπεκφυγές του. πάντοτε μιλούσε πλαγίως, προβάλλοντας διαρκή προσωπεία. «Έμαθα να είμαι ο Μπόρχες» έλεγε συχνά. Κι άλλοτε πάλι: «Ίσως να είμαι μία συλλογική παραίσθηση».Ή ακινητοποιούσε τον συνομιλητή του λέγοντας, μ' ένα αδιόρατο χαμόγελο: «Δεν ξέρω ποιος είμαι. Ίσως να μην είμαι κανένας. Πιθανότατα μία ψευδαίσθηση που δημιούργησε η γεναιοδωρία σας». Το εύρημα του Άλλου εαυτού είναι η αναίρεση του καθρέφτη.


Όταν του είπαν ότι ο γνωστός ιστορικός Τόυνμπη δήλωσε πως ο συγγραφέας που θαύμαζε περισσότερο στον κόσμο ήταν ο Μπόρχες, εκείνος είπε: «Και τι φταίω εγώ που είναι τόσο κακόγουστος;». Κι όταν ο Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ του ομολόγησε πόσο είχε επηρεαστεί από το έργο του, ο Μπόρχες του απάντησε: «Ελάτε τώρα, μη με απογοητεύετε!».

Jorge Luis Borges (writer, Argentina, 1899-1986)

Το εγκώμιο της σκιάς

Τα γερατειά (όπως τ' αποκαλούν οι άλλοι) 
μπορεί και να 'ναι η εποχή της ευτυχίας μας. 
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να 'ναι. 
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του. 
Ζω ανάμεσα σε θολερές και διάφανες μορφές 
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι. [....]
Αυτό το μισοσκόταδο προχωράει αργόσυρτο, χωρίς να πλη
-γώνει•
κυλάει πάνω σε μια ήρεμη πλαγιά
και μοιάζει σα να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα έπρεπε να με τρομάζουν
όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, σαν της επιστροφής.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
έχω διαβάσει ελάχιστα
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα ξαναδιαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ' το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ' οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.[.....]
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι

Το εγκώμιο της σκιάς (Elogio de la sobra, 1969)


❤YmM❤

Εγώ

Κ
ρανίο, μυστική καρδιά
αόρατοι δρόμοι του αίματος
υπόγειες στοές του Πρωτέα ύπνου,
σπλάχνα, αυχένας, σκελετός.
Είμαι όλα τούτα. Είναι απίστευτο
αλλά είμαι ακόμα κι η ανάμνηση ενός σπαθιού,
κι η μνήμη ενός ήλιου μοναχικού που βασιλεύει,
σκορπίζει, γίνεται χρυσαφένια σκιά, κι έπειτα χάνεται.
Είμαι κείνος που κοιτάει απ' το λιμάνι τις πλώρες•
είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες με τη φθορά του χρόνου.
Είμαι εκείνος που φθονεί αυτούς που 'χουν πεθάνει.
Το πιο παράξενο είναι ότι είμαι κάποιος
που συνταιριάζει λέξεις, σ' ένα δωμάτιο κάποιου σπιτιού.


Black and white reflection - headless, processing by Anja Bührer 

Είμαι

Είμαι
αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
αέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση ή το σώμα (το ίδιο κάνει)
του όμοιου του.
Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, αυτός που ξέρει
πως άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη. Κάποιος θεός έδωσε
στο ανθρώπινο μίσος τούτη την παράξενη δικλίδα.
Είμαι κείνος που, μ' όλες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν' αποκρυπτογραφήσει τον απλό
και μαζί πολλαπλό, αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου,
που ανήκει ταυτόχρονα σε έναν και σε όλους.
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί. Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα. 

Το σκοτεινό τριαντάφυλλο (La rosa profunda, 1975)

Borges

The Thing I Am

Έχω ξεχάσει τ' όνομα μου. Δεν είμαι ο Μπόρχες 
(ο Μπόρχες πέθανε στη Λα Βέρδε κάτω απ' τις σφαίρες)
ούτε ο Ασεβέδο, που ονειρευότανε μια μάχη, 
ούτε ο πατέρας μου, σκυμμένος πάνω στο βιβλίο 
ή όπως τον βρήκε ο θάνατος ένα πρωί, 
ούτε η Χάσλαμ, αποκρυπτογραφώντας τα χωρία 
της Βίβλου, μακριά απ' το Νορθάμπερλαντ, 
ούτε ο Σουάρες στη λογχομαχία. 
Είμαι σχεδόν η σκιά που αφήνουν 
αυτοί οι οικείοι, συγκεχυμένοι ίσκιοι. 
Είμαι η μνήμη τους• αλλά είμαι και ο άλλος: 
Αυτός που ήμουν, όπως ο Δάντης κι όπως όλοι 
οι άνθρωποι, στον παράξενο Παράδεισο 
και τις πάμπολλες, αναγκαίες Κολάσεις. 
Είμαι η σάρκα και το πρόσωπο που δεν βλέπω. 
Είμαι, έτσι όπως η μέρα χαμηλώνει, εκείνος που καρτερικά
ξανασυνδυάζει κάπως αλλιώτικα 
τους ήχους της γλώσσας του 
για να διηγηθεί τους μύθους που εξαντλούν 
αυτό που ονομάζεται λογοτεχνία. 
Είμαι εκείνος που ξεφύλλιζε εγκυκλοπαίδειες, 
ο όψιμος μαθητής με τους άσπρους 
ή γκρίζους κροτάφους, έγκλειστος σ' ένα σπίτι 
γεμάτο βιβλία δίχως γράμματα, 
που στο μισοσκόταδο μετράει ένα έξοχο 
εξάμετρο που έμαθε κοντά στον Ροδανό, 
αυτός που με λίγο Φαίδρο και με λίγο Βιργίλιο 
θέλει να σώσει τον κόσμο 
από τις φλόγες και τα νερά της Οργής. 
Το παρελθόν με καταδιώκει με εικόνες. 
Είμαι η ξαφνική ανάμνηση δυο ρουνικών ψηφίων 
των ημισφαιρίων του Μαγδεμβούργου 
ή ενός δίστιχου του Αγγέλου Σιλέσιου.
Είμαι εκείνος που παρηγοριά του
έχει μονάχα την ανάμνηση της ευτυχίας.
Κάποτε είμαι η ευτυχία που δεν μ' αξίζει.
Είμαι αυτός που ξέρει πως άλλο τίποτα δεν είναι
παρά αντίλαλος.
Που θέλει να πεθάνει οριστικά.
Είμαι ίσως αυτός που ονειρεύεσαι.
Είμαι αυτό το πράγμα που είμαι. Το είπε ο Σαίξπηρ.
Είμαι ό,τι επιβιώνει από κείνους
τους άνανδρους και τους ανόητους που υπήρξε.

Ιστορία της Νύχτας (Historia de la Noche, 1977)


No esperes que el rigor de tu camino  que tercamente se bifurca en otro,  que tercamente se bifurca en otro,  tendrá fin. Es de hierro tu destino" El Laberinto, Jorge Luis Borges

Επίλογος [στον Δημιουργό]

Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία του.

(Μπουένος Άιρες, 31 Οκτωβρίου 1960)



Δυο μάτια δίχως φως ορίζουν μια πολιτεία ολόκληρη βιβλίων...

Το
1960 ο Μπόρχες είναι πια τελείως τυφλός. Βέβαια, έχει προλάβει να διαβάσει μυριάδες συγγράμματα πάσης φύσεως και, κυρίως, τα έχει ταξινομήσει μέσα του σε ιδιώνυμες ιεραρχίες και στρώματα.

Όταν ο Μπόρχες αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, γράφει το «Ποίημα των δώρων», όπου μιλάει για την «εξαίσια ειρωνεία» του Θεού που του χαρίζει ταυτόχρονα 800.000 βιβλία και το σκοτάδι.

Ποίημα των δώρων

Σε δάκρυα ή παράπονα μην καταντήσει 
τέτοια απόδειξη της θεϊκής δεξιοτεχνίας 
που, με μια κίνηση εξαίσιας ειρωνείας, 
ταυτόχρονα βιβλία και νύχτα μού 'χει δωρίσει.

Δυο μάτια δίχως φως έταξε να ορίζουν 
μια πολιτεία ολόκληρη βιβλίων 
που μόνο σε βιβλιοθήκες ενυπνίων 
κάτι προτάσεις δίχως νόημα ξεχωρίζουν

με κόπο. Η μέρα μάταια μου απλώνει 
άπειρους τόμους, καθώς ξημερώνει, 
σαν κείνες τις χαμένες αλεξανδρινές 
(απρόσιτες για πάντα πια) περγαμηνές.

Ο μύθος λέει πως στη δίψα και την πείνα 
μέσα σε κήπους τυραννιόταν και νερά 
ένας αρχαίος βασιλιάς. Κι εγώ σ'εκείνα 
τ' αόρατα συγγράμματα ψάχνω χαρά.

Ανώφελα τα ράφια αυτά προσφέρουν 
αιώνες, σύμβολα, κόσμους, κοσμογονίες 
εγκυκλοπαίδειες, άτλαντες ή δυναστείες 
που στα πελάγη του ύπνου θα σε φέρουν.

Διστακτικά, αργά αργά, με το ραβδί 
το μισοσκόταδο ερευνούσα και χανόμουν 
εγώ, που ως και του Παραδείσου το κλειδί 
μια βιβλιοθήκη να μ' ανοίγει φανταζόμουν.

Κάτι τα ορίζει όλ' αυτά, δίχως αμφιβολία, 
και που μονάχα η λέξη τύχη δε μου φτάνει. 
Σ' έν' άλλο απόγευμα, μουντό, κι άλλος θα κάνει 
παρόμοιες σκέψεις μες στα σκοτεινά βιβλία.

Γυρνώντας στους απέραντους διαδρόμους 
ένα αόριστο, ιερό δέος με πιάνει 
πως είμαι ο άλλος, που δε ζει, και ξανακάνει 
τα ίδια βήματα ακριβώς, στους ίδιους χρόνους.

Ποιος απ' τους δύο αυτό το ποίημα γράφει 
μ' ένα πολύμορφο εγώ μα μια σκιά μονάχα; 
Τι σημασία έχει ποια λέξη με ορίζει τάχα 
αφού η μοίρα ό,τι γράφει δεν ξεγράφει;

Ο Μπόρχες είναι ή ο Γκρουσσάκ που αντικρίζει
τ'αγαπημένο σύμπαν ν'αργοσβήνει; 
Στάχτη ακαθόριστη, χλωμή, πάει να γίνει 
και όνειρο ή, μάλλον, λήθη, τελικά, θυμίζει

Ο Δημιουργός (El Hacedor, 1960)



Άλλο ποίημα των δώρων

Θέλω να ευχαριστήσω τον έξοχο λαβύρινθο
που σχηματίζεται από τα πράγματα και οι αιτίες
γι αυτή την ποικιλία των πλασμάτων
που συνθέτουν το μοναδικό τούτο σύμπαν, 
για το νου, που δε θα σταματήσει να ονειρεύεται
πάνω στα χνάρια του λαβύρινθου, 
για της Ελένης το πρόσωπο και το πείσμα του Οδυσσέα,
για την αγάπη που μας κάνει να βλέπουμε τους άλλους
έτσι όπως τους βλέπει η θεότητα [...]
το λόγο, που μπορεί να παραστήσει τη γνώση,
τη λησμονιά που καταργεί τα περασμένα και τ' αλλάζει,
για τη συνήθεια που σ' αναπαράγει
και σ' επιβεβαιώνει όπως ο καθρέφτης, 
για το πρωί, που σ' αφήνει την ψευδαίσθηση
πως κάτι πάει ν' αρχίσει,
για τη νύχτα με τα σκοτάδια και την αστρονομία της, 
για την αξία και την ευτυχία των άλλων [....]
για τη Φράνσες Χάσλαμ, που ζήτησε συγνώμη
απ' τα παιδιά της επειδή αργούσε να πεθάνει, 
για κείνες τις στιγμές λίγο πριν τον ύπνο,
τ' όνειρο και το θάνατο,
αυτούς τους δυο κρυμμένους θησαυρούς,
για κείνα τα ξεχωριστά χαρίσματα που δε θα αναφέρω,
και για τη μουσική, την πιο αινιγματική μορφή του χρόνου.

Ο Άλλος, ο ίδιος ( El Oltro, el Mismo, 1964)

“When writers die they become books, which is, after all, not too bad an incarnation.” — Jorge Luis Borges


Αδύνατον να διανοηθώ έναν κόσμο δίχως βιβλία...

«Εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν είμαι διανοητής, είμαι συγγραφέας ή ίσως ποιητής». «Τα λάθη βελτιώνουν τα κείμενα μου» υποστηρίζει σαρκαστικά. «Αυτά που γράφω δε μ' αρέσουν. Πιστεύω πως κανενός συγγραφέα δεν του αρέσουν αυτά που γράφει. Ο καθένας γράφει όπως μπορεί, όχι όπως θέλει. Όλοι μας θα προτιμούσαμε να είχαμε γράψει τη Θεία Κωμωδία π.χ. κι όχι αυτά που γράφουμε. Νομίζω ότι είμαστε εντελώς παράφρονες».-

«Ορισμένοι δεν μπορούν να διανοηθούν έναν κόσμο δίχως πουλιά• ορισμένοι δεν μπορούν να διανοηθούν έναν κόσμο δίχως νερό' όσον αφορά εμένα, μου είναι αδύνατον να διανοηθώ έναν κόσμο δίχως βιβλία. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ο άνθρωπος οραματίστηκε και κατασκεύασε άπειρα εργαλεία. Δημιούργησε το κλειδί, ένα κομματάκι μέταλλο που σου επιτρέπει να διεισδύσεις σ' ένα πελώριο ανάκτορο. Δημιούργησε το ξίφος και το άροτρο, προεκτάσεις του χεριού που τα χρησιμοποιεί. Δημιούργησε το βιβλίο που είναι μια επέκταση της φαντασίας και της μνήμης του μέσα στον κόσμο». «Λένε πως τα βιβλία μου είναι από τα πιο εμπορικά. Έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες-ακόμα και γλώσσες παράξενες όπως τα αραβικά, τα ιαπωνικά ή τα εβραϊκά. Παρ' όλα αυτά όμως δεν μπορώ να ζήσω από τα βιβλία μου» (1984). «Συχνά ξεχνάω χαρτονομίσματα φυλαγμένα μέσα σε βιβλία. Όποτε χρειαστώ χρήματα ψάχνω για λίγο στη βιβλιοθήκη μου και βρίσκω πάντα ένα χιλιάρικο ή ένα πεντοχίλιαρο». «Το χρήμα δεν με ενδιαφέρει».

Τα βιβλία μου 

Τα βιβλία μου (που δεν ξέρουν πως υπάρχω)
είναι κομμάτι του εαυτού μου όπως κι αυτό το πρόσωπο
με τους γκρίζους κροτάφους και τα γκρίζα μάτια
που μάταια αναζητώ ψηλαφώντας 
με την παλάμη τα κρύσταλλα. 
Με κάποια εύλογη πικρία 
συλλογίζομαι πως οι λέξεις που ουσιαστικά 
με εκφράζουν βρίσκονται μέσα σ' εκείνες τις σελίδες 
που αγνοούν την ύπαρξη μου, 
όχι σ' αυτές που έχω γράψει. 
Καλύτερα έτσι. Οι φωνές των νεκρών 
θα μου μιλούν για πάντα. 


Το σκοτεινό τριαντάφυλλο (La rosa profunda, 1975)

Hexagonal Library Head, 2005 by Paul Rumsy.

Αποκτώντας μια εγκυκλοπαίδεια

Να την, εδώ, η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια του Μπρόκχαους,
ένα πλήθος ασήκωτοι τόμοι συν ο τόμος του άτλαντα,
εδώ βρίσκεται η προσήλωση της Γερμανίας,
οι νεοπλατωνικοί, οι γνωστικοί [.....]
εδώ η μνήμη του καιρού και οι λαβύρινθοι του χρόνου,
εδώ το λάθος και η αλήθεια [...]
Κι εδώ βρίσκονται επίσης και τα μάτια που δεν βοηθούν, τα 
χέρια που δεν πιάνουν,
οι σελίδες που δεν γίνεται να διαβαστούν,
το θολό του τυφλού τούτο σύθαμπο, οι τοίχοι που μακραίνουν.
μα πάλι είναι εδώ μια καινούργια συνήθεια
σε τούτη τη συνήθεια την παλιά, το σπίτι,
με μια βαρύτητα, μια παρουσία,
η μυστηριακή αγάπη των πραγμάτων
που μας αγνοούν και αγνοούνται.
Ο αριθμός (La  cifra, 1981)

Paul Rumsey 

..το άχαρο σύμπαν μου να δημιουργήσω με το στίχο

«
Ο τυφλός» λέει «είναι φυλακισμένος»«Ζω σ' έναν κόσμο όπου τα βιβλία δεν έχουν γράμματα, οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσωπο... Όλα σκεπάζονται από μία θαμπή νεφέλη». «Όντας τυφλός ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατόν να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι περνώ ένα μεγάλο διάστημα της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου κάποια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει διήγημα ή ποίημα.Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα έλεγα πως είναι το επάγγελμα μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία». «Η λογοτεχνία υπηρετεί πάνω απ' όλα την ευτυχία».

«Η τυφλότητα μ' έμαθε να σκέφτομαι περισσότερο, να αισθάνομαι περισσότερο, να θυμάμαι περισσότερο, να διαβάζω και να γράφω πιο πολύ.»

Ο τυφλός 
Ι
Στερήθηκε τον πολύμορφο κόσμο,
τα πρόσωπα, που μένουν πάντα όπως ήταν,
τους παραδίπλα δρόμους, που τώρα πια είναι μακρινοί
και τον ουράνιο θόλο, που κάποτε ήταν απέραντος.
Απ' τα βιβλία τού απομένει ό,τι έχει συγκρατήσει μόνο
η μνήμη, η όψη αυτή της λήθης
που διατηρεί το μέγεθος, μα όχι την αίσθηση
και τίποτ' άλλο από τίτλους δεν του καθρεφτίζει.
Η παγίδα παραμονεύει. Στο κάθε βήμα
μπορεί να γλιστρήσεις μέσα της. Είμαι ο δυσκίνητος
φυλακισμένος ενός καιρού που μισοκοιμάται
χωρίς να ξεχωρίζει τα πρωινά από τα δειλινά του.
Νύχτωσε. Κανείς άλλος δεν υπάρχει. Πρέπει
το άχαρο σύμπαν μου να δημιουργήσω με το στίχο.

ΙΙ

Από τότε που γεννήθηκα, στα ενενήντα εννιά
αρχίζοντας απ' την κληματαριά και τη βαθιά μας στέρνα,
ο χρόνος, που τόσο σύντομος είναι στη μνήμη,
μου αφαιρούσε συνεχώς τις ορατές όψεις του κόσμου.
Οι μέρες και οι νύχτες τελειοποίησαν τη θολή εικόνα
των κλασικών σπουδών και των αγαπημένων μου προσώπων,
άδικα θα εξερευνούν τα ερημωμένα μου μάτια
τις άχρηστες βιβλιοθήκες, τα άχρηστα αναλόγια.
Το ερυθρό και το μαβί είναι τώρα ομίχλες
δυο απλοί ήχοι χωρίς περιεχόμενο. Ο καθρέφτης που αντικρίζω
είναι ένα γκρίζο αντικείμενο. Στον κήπο, φίλοι μου,
μυρίζω μες στην καταχνιά ένα σκοτεινό τριαντάφυλλο.
Τώρα μ' απόμειναν μονάχα σχήματα θολά
τώρα το μόνο που μπορώ να δω είναι εφιάλτες.


"Scaffolding Head" by Paul Rumsey

Ένας τυφλός

Δεν ξέρω πώς είναι το πρόσωπο που με κοιτάει
όταν αντικρίζω τον καθρέφτη• δεν ξέρω
πώς είναι ο γέρος που ψάχνει μες στην αντανάκλαση του
με κουρασμένη και σιωπηλή πια μανία.
Αργά μες στο σκοτάδι μου, εξερευνώ με το χέρι
τα αδιόρατα χαρακτηριστικά μου. Μια αναλαμπή
με διασχίζει. Διακρίνω τα μαλλιά σου
σταχτιά ή κάπως χρυσαφένια.
Μα λέω πάλι πως το μόνο που έχω χάσει
είναι η ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων.
Η φράση αυτή είναι του Μίλτωνα και είναι σπουδαία,
όμως και πάλι σκέφτομαι τριαντάφυλλα και γράμματα.
Θαρρώ πως αν μπορούσα να 'βλεπα το πρόσωπο μου
τούτο το παράξενο απόγεμα θα ήξερα ποιος είμαι.

Το σκοτεινό τριαντάφυλλο (La rosa profunda, 1975)


Jorge Luis Borges Photo by Ferdinando Scianna - Bagheria (Sicily)1984

Ένα Σάββατο

Έ
νας τυφλός μέσα σ' ένα άδειο σπίτι
εξαντλεί κάποιες καθορισμένες διαδρομές
και αγγίζει τους τοίχους που μακραίνουν
τα τζάμια στις μεσόπορτες
τις ανάγλυφες ράχες των βιβλίων
-απρόσιτων πια- και τα μαυρισμένα
ασημικά των προγόνων του, τις βρύσες
τα σκαλίσματα των επίπλων
κάποια ακαθόριστα νομίσματα και το κλειδί.
Είναι ολομόναχος, κανένας δεν υπάρχει
στον καθρέφτη. Πηγαινοέρχεται.
Το χέρι ακουμπά στην άκρη
το πρώτο ράφι. Έτσι, χωρίς να υπάρχει λόγος
ξαπλώνει στο μοναχικό κρεβάτι του
κι αιθάνεται ότι οι κινήσεις που εκτελεί
αδιάκοπα στο μισοσκόταδο του
υπάγονται σ' ένα άγνωστο παιχνίδι
που το ορίζει ένας ακατανόητος θεός.
Λέει φωναχτά και ρυθμικά
αποσπάσματα από κλασικούς και δοκιμάζει
παραλλαγές ρημάτων κι επιθέτων
αφού γράφει, έτσι κι αλλιώς, αυτό το ποίημα.

Ιστορία της Νύχτας (Historia de la Noche, 1977)


....ώστε να αισθανόμαστε πως είμαστε απλώς μια αντανάκλαση....

«Η
 Φαντασία είναι ένα είδος τεχνικής συνδυασμών της μνήμης». Όλα τα μείζονα έργα είναι οικοδομημένα πάνω στο σχέδιο κάποιου λαβύρινθου. Ορισμένα μάλιστα είναι χτισμένα πάνω στην πιο ακραία μορφή του λαβύρινθου: τον κύκλο, δηλαδή την αλληγορία της ευθείας γραμμής. Το έργο του Μπόρχες θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε μ' έναν καθρέπτη, έναν καθρέπτη που αντιστρέφει και μεταβάλλει την ουσία των πραγμάτων σε ονειρικό υλικό

Ο ίδιος έλεγε: «Αντιπαθώ τους καθρέπτες. Αλλά τώρα πια ελευθερώθηκα από την παρουσία τους. Η τυφλότητα είναι ένα δραστικό μέσον για να απαλλαγείς από τους καθρέπτες».

Mingus Plays The Clown, processing by Antonio Palmerini

Οι καθρέφτες

Εγώ τον τρόμο του καθρέφτη έχοντας νιώσει
όχι μονάχα μπρος στο απρόσιτο γυαλί 
(στην ερημιά όπου θ'αρχίσει ή θα τελειώσει 
μιας αντανάκλασης η ασύλληπτη απειλή) 

αλλά και όταν το νερό ξάφνου αντιγράφει 
σε μια αυλακιά αστραπιαία με το φτερό του 
ένα ανάστροφο πουλί, μες στο βυθό του, 
τ' άλλο γαλάζιο, τ' ουρανού, που αχνά ξεβάφει

κι ακόμα στη στιλπνή μπροστά επιφάνεια
του μαύρου έβενου αμυδρά που λαμπυρίζει 
κάτι σαν μάρμαρο ή σαν ρόδο σχηματίζει 
λάμποντας σε μια ονειρική διαφάνεια,

μετά από τόσα χρόνια, εδώ, στον ίδιο δρόμο 
όπου μετρώ αμήχανα τις φάσεις της σελήνης 
αναρωτιέμαι ποιος μηχανισμός της μνήμης 
να μου 'σπειρε για τους καθρέφτες τέτοιον τρόμο.

Καθρέφτες από μέταλλο, με λάμψη που κρατάει
καλά κρυμμένη μες στο σκοτεινό μαόνι
μια πορφυρή ομίχλη και αργά θολώνει
το βλέμμα σου όπως το κοιτάς και σε κοιτάει,

πλήθος εκτελεστές ψυχροί και γυάλινοι 
που κάποια αρχαία συνθήκη τούς έχει τάξει, 
επιτελώντας ίσως μιας δημιουργίας την πράξη, 
ν' αναπαράγουν συνεχώς τον κόσμο άγρυπνοι.

Και απλώνουν πάνω στην αβέβαιη τούτη μάζα 
τον ίλιγγο ενός ιστού αράχνης που την πνίγει•
 κάποιες φορές, τα βράδια, τους τυλίγει 
του ανθρώπου η ζωντανή, ζεστή ανάσα.

Παραμονεύει το γυαλί. Και μόλις νιώσεις 
έναν καθρέφτη μες στην κάμαρα να υπάρχει 
δεν είσαι μόνος πια, αρχίζει η μάχη 
με τις αστραφτερές της χαραυγής διακλαδώσεις.

Όλα συμβαίνουν στο παρόν, δεν έχεις μνήμη. 
Σ' αυτές εδώ τις γυάλινες οθόνες 
διαβάζουμε αντίστροφους κανόνες 
λες κι είμαστε τίποτα κατά φαντασίαν ραβίνοι.

Ο Κλαύδιος, βασιλιάς εντός ονείρου, 
δεν ήξερε πως ήταν πρόσωπο της φαντασίας 
ώσπου του παίξαν τη σκηνή της προδοσίας 
οι παντομίμες κάποιου θεατρίνου.

Τι χρησιμεύουν οι καθρέφτες και τα όνειρα 
που ο μοναδικός τους ρόλος είναι ν' απλώνουν 
και το απατηλό μας σύμπαν να κυκλώνουν 
μ'αντικατοπτρισμούς του απείρου, δίχως όρια;

Για όλη αυτή τη συμμετρία σκέφτηκα πως
έχει ο Δημιουργός έν' ανεξήγητο, κρυμμένο πάθος,
με σκοτάδι να χτίζει στου ύπνου το βάθος
μια διαφάνεια κρυστάλλινη: το φως.

Τη νύχτα έπλασε γεμάτη όνειρα ο Θεός 
μορφές μες στους καθρέφτες που μας μοιάζουν 
ώστε να αισθανόμαστε πως είμαστε απλώς 
μια αντανάκλαση. Γι' αυτό και μας τρομάζουν.
Ο Δημιουργός (El Hacedor, 1960)


When Ever goes loco in TLM maybe?<<<<< to which part are you referring to Jo Jo?

Ο Καθρέφτης

Από παιδί φοβόμουνα πως ο καθρέφτης
θα μου ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή μια τυφλή
ανέκφραστη προσωπίδα που θα ’κρυβε
κάτι οπωσδήποτε φρικτό. Φοβόμουν επίσης
πως ο σιωπηλός χρόνος του καθρέφτη
θα ξέφευγε από τη συνηθισμένη ροή του,
τις ώρες του ανθρώπου, και θα εγκαθιστούσε
στα ακαθόριστα φανταστικά όριά του
όντα, μορφές και χρώματα καινούργια.
(Δεν το ’πα σε κανέναν, τα παιδιά είναι ντροπαλά.)
Τώρα φοβάμαι ότι ο καθρέφτης περικλείνει
το αληθινό πρόσωπο της ψυχής μου,
χτυπημένο από ίσκιους και λάθη,
και που το βλέπει μόνο ο Θεός• ίσως κι όλος ο κόσμος.

Ιστορία της Νύχτας (Historia de la Noche, 1977)

Releasing the Fully Known (http://writtenreleasing.blogspot.ca/2013/08/releasing-fully-known.html)

Σ' εκείνον που δεν είναι νέος πια

[....] Παραμονεύει ο καθρέφτης στη γωνία
για να ξεχάσει μόλις δει την αγωνία
της τελευταίας στιγμής ν' αντιφεγγίζει.

Το τέλος κιόλας σε κυκλώνει. Αυτό το σπίτι
όπου αργοσέρνεσαι στο δείλι, σ' απομένει
κι ο δρόμος που κάθε πρωί σε περιμένει.

Ο Άλλος, ο ίδιος ( El Oltro, el Mismo, 1964)

J. L.Borges and his wife María Kodama 

Το να φαντάζεσαι μια γυναίκα είναι πράξη πίστεως

«Με κ
άποια θλίψη, ανακαλύπτω ότι πέρασα όλη μου τη ζωή σκεπτόμενος τη μια ή την άλλη γυναίκα. Πίστευα ότι έβλεπα χώρες, πόλεις, υπήρχε όμως πάντα κάποια γυναίκα που λειτουργούσε σαν οθόνη ανάμεσα στα αντικείμενα και σ' εμένα. [...] 

Θα προτιμούσα κάποτε να μπορώ να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στην απόλαυση της μεταφυσικής, της γλωσσολογίας ή σε άλλα αντικείμενα». «Αξίζει τον κόπο να δυστυχήσεις πολλές φορές για να αισθανθείς ένα λεπτό ευτυχισμένος». «Το να φαντάζεσαι μια γυναίκα είναι πράξη πίστεως».


Ερωτικό προαίσθημα

Ούτε κι αν νιώθω τόσο δικό μου αυτό το φωτεινό, σα γιορτή,
μέτωπό σου
ούτε κι αν συνηθίσω το κορμί σου, ακόμα μυστηριακό και σιω-
πηλό, ακόμα κοριτσίστικο,
ούτε την αδιάκοπη πορεία της ζωής σου, που μια γίνεται λόγια, 
μια σιωπές,
τίποτα πιο αινιγματικό δε θα μπορέσεις να μου δώσεις 
πέρ' απ' το να κοιτάζω τον ύπνο σου 
τυλιγμένο μες στην αγρύπνια των χεριών μου.

Σαν από θαύμα ξαναγίνεσαι παρθένα, από την αθωωτική αγνό-
τητα του ύπνου
αμέριμνη, λαμποκοπώντας σα μια χαρούμενη στιγμή που τη 
διαλέγει η ίδια η μνήμη,
να μου χαρίσεις τούτο τ' ακρογιάλι της ζωής σου, π' ούτε κι εσύ 
η ίδια ακόμα δεν το ξέρεις.

Θα ξεχυθώ μες στη γαλήνη σου
να εξερευνήσω την πιο απόμακρη ακτή σου
κι ίσως σε δω, πρώτη φορά,
έτσι όπως θα πρέπει να σε βλέπει κι ο Θεός,
με γκρεμισμένο το μύθο του Χρόνου,
δίχως τον έρωτα, χωρίς εμένα.

Ο Δημιουργός (El Hacedor, 1960)



Ο ερωτευμένος

Φεγγάρια, όργανα, σεντέφια, ρόδα, λάμπες
καθώς επίσης και του Ντύρερ οι γραμμές
οι εννιά αριθμοί, το μεταβλητό μηδέν,
όλα αυτά, πρέπει να προσποιηθώ ότι υπάρχουν.
Πρέπει να προσποιηθώ πως κάποτε υπήρξαν
η Ρώμη κι η Περσέπολη κι ότι μια σκόνη
φτενή καταμέτρησε των επάλξεων τη μοίρα
που έσβησαν οι αδήριτοι αιώνες.
Πρέπει να επινοήσω την πυρά και τα όπλα
του έπους και τα απύθμενα πέλαγα
που ροκανίζουν τα θεμέλια της οικουμένης.
Πρέπει να υποκριθώ ότι υπάρχουν κι άλλοι. Ψέματα. 
Μονάχα εσύ υπάρχεις. Η δυστυχία μου, εσύ 
κι η ευτυχία μου, απλή μαζί και ανεξάντλητη.

Ιστορία της Νύχτας (Historia de la Noche, 1977)

La Danaide, Auguste Rodin 

Η ευτυχία

Εκείνος που αγκαλιάζει μια γυναίκα είν' ο Αδάμ. Η γυναίκα η 
Εύα.
Όλα γίνονται για πρώτη φορά. [....]

Ευλογημένος ο έρωτας που δεν ξέρει ούτε κτήτορα ούτε κτήμα,
αλλά και οι δυο τους δίνονται. [....]

Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.
Όλα για πρώτη φορά γίνονται,μα μ'έναν αιώνιο τρόπο.

Ο αριθμός (La  cifra, 1981)

Adam and Eve. Villa Montalvo. Italy (Detail ) 

Μονάχα ένα ανεπιθύμητο πράγμα ελπίζω ...εκείνη την παρθένα του θανάτου

«Η χειρότερη ασθένεια είναι η μακροζωία. Χειρότερη απ' όλες». «Τα γερατειά δεν τα συνιστώ σε κανέναν, αν έρθουν όμως, παρά ταύτα, καλύτερα να δηλώνει κανείς παραίτηση».

«Η ζωή είναι μία εικασία»

«Η ζωή δεν είναι παρά θάνατος που προχωράει λάμποντας». 

«Ο θάνατος είναι μια άλλη θάλασσα, ένα άλλο βέλος που μας λυτρώνει από το φεγγάρι και τον έρωτα».

 «Η ζωή είναι μια κακιά συνήθεια». 

«Τη σκέψη του θανάτου την αναζητώ για να ανακουφιστώ από τις δυσκολίες και τα δυσάρεστα πράγματα. Μπροστά σε οποιαδήποτε δυστυχία σκέφτομαι ότι έχω να ζήσω ακόμα μια καινούρια εμπειρία. Νομίζω ότι θα πρέπει να αισθανθώ μια έξαψη μπροστά σε κάτι που δεν μου έχει συμβεί ξανά, ποτέ. Όχι για τιμωρίες ή ανταμοιβές - κάτι τέτοιο θα ήταν εφηβικό - αλλά γιατί ανοίγεται μια καινούρια ζωή, όπου δεν υπάρχει τίποτα και κάτι τέτοιο θα ήταν εξίσου καινούργιο».


Eerie photo of the Yellow Brick Road from an abandoned Wizard of Oz theme park in North Carolina.


Όρια

Υπάρχει κάποιος στίχος του Βερλαίν που δε θα ξαναθυμηθώ.
Υπάρχει εδώ κοντά ένα δρομάκι που είναι κιόλας απαγορευ-
μένο στα βήματά μου,
υπάρχει ένας καθρέφτης που κοιτάχτηκα για τελευταία φορά,
υπάρχει κάποια πόρτα που έχω κλείσει ως τη συντέλεια του κό-
σμου.
Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου (τα βλέπω εδώ μπρο-
στά μου)
υπάρχει κάποιο που δε θα ξανανοίξω πια. 
Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα• 
ο θάνατος ασταμάτητα με ροκανίζει.

Ο Δημιουργός (El Hacedor, 1960)

I might do a painting like this, but rather than painting a streak with a person. I'd paint a streak of emotions, or possibly things that have triggered sever emotions in my past.

Όρια

Σ' αυτούς τους δρόμους που αχνά χάνονται προς τη δύση 
θα πρέπει κάποιος να υπάρχει (αγνοώ ποιος να 'ναι) 
που για στερνή φορά τον έχω ήδη διασχίσει αδιάφορος, 
χωρίς να υποψιάζομαι πως θα 'μαι

δεσμώτης Κείνου που τους παντοδύναμους κανόνες 
θεσπίζει, νόμους που με μυστικούς δεσμούς μας δένουν 
ρυθμίζοντας τα όνειρα, τους ίσκιους, τις εικόνες 
και τη ζωή στα σκοτεινά υφαίνουν ή ξεϋφαίνουν.

Αν έχουν όλα κάποιο τέρμα, μια κατάληξη, 
μιαν άκρη έστω, ένα «ως εδώ», μια κάποια λύση, 
θα μάθεις άραγε ποτέ - κάποια άλλη άνοιξη -
ποιους έχεις για στερνή φορά καληνυχτίσει;

Πίσω απ' το τζάμι αργά αργά η νύχτα τρεμοπαίζει 
και στα βιβλία ανάμεσα αυτά, που φωτοσκιάσεις 
μουντές, λοξά απλώνουν τώρα πάνω στο τραπέζι, 
υπάρχει κάποιο που ποτέ δε θα ξαναδιαβάσεις.[....]

Μια πόρτα έχεις πίσω σου τώρα για πάντα κλείσει 
κ' ένας καθρέφτης πίσω της μάταια καραδοκεί. 
Το σταυροδρόμι αφύλαχτο πως είναι είχες νομίσει
μα ο τετράμορφος Ιανός σε περιμένει εκεί.

Υπάρχει κάποια από τις πολλές σου αναμνήσεις
που χάθηκε οριστικά• σ' αυτή την κρήνη 
τ' άστρα δε θα σε ξαναδούν να πας ξανά να σκύψεις 
ούτε ο άσπρος ήλιος καν, ούτ' η χλωμή σελήνη.[.....]

Πιστεύω, ξημερώνοντας, να αισθανθώ σαν δίνη
 ένα πλήθος πολύβουο που αργά θα σιγοσβήνει: 
όλα όσα μ' αγάπησαν κι ύστερα λησμονήσαν• 
χώρος και χρόνος, ως κι ο Μπόρχες, που μ' αφήσαν.


Ο Άλλος, ο ίδιος ( El Oltro, el Mismo, 1964)


Norvz Austria is a self-taught digital artist. The depth and detail of each piece makes this an impressive feat. According to Norvz Austria, “I started making digital artworks when I was looking for a wallpaper that I like and I couldn’t find one so I have to make my own.” His work often depicts his feelings and dreams. , very beautiful,  I feel related to this.


Εκκλησιαστής, 1-9

Αν αγγίζω με το χέρι μου το μέτωπο, 
αν χαϊδεύω τις ράχες των βιβλίων, 
αν αναγνωρίζω τις Χίλιες και Μια Νύχτες, 
αν γυρνώ, έστω και με δυσκολία, την κλειδαριά, 
αν κοντοστέκομαι αβέβαιος στο κατώφλι, 
αν θυμάμαι τη Μηχανή τον Χρόνου, 
αν θυμάμαι το χαλί με τον μονόκερο 
αν στριφογυρνώ καθώς κοιμάμαι, 
αν η μνήμη μού επιστρέψει ένα στίχο 
τον λέω και τον ξαναλέω αμέτρητες φορές 
στον προκαθορισμένο μου περίπατο. 
Δεν μπορώ να κάνω κάτι καινούργιο, 
πλέκω και ξαναπλέκω το ίδιο παραμύθι, 
ξαναλέω έναν ξαναειπωμένο εντεκασύλλαβο, 
νιώθω τα ίδια πράγματα την ίδια ώρα 
της μέρας ή της θολής νύχτας. 
Την κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης 
κάθε νύχτα το ρίγος του λαβύρινθου. 
Είμαι ό,τι απέμεινε από έναν ακίνητο καθρέφτη 
η σκόνη, ίσως, κάποιου μουσείου. 
Μονάχα ένα ανεπιθύμητο πράγμα ελπίζω 
μια δωρεά, ένα χρυσαφικό μες στο σκοτάδι 
εκείνη την παρθένα του θανάτου 
(τα ισπανικά μου επιτρέπουν τούτη τη μεταφορά).


Δύο μορφές αϋπνίας

Τι είναι αϋπνία;

Η ερώτηση είναι ρητορική• την απάντηση την ξέρω πολύ καλά.
Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και μοιραία χτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά, είναι το φορτίο ενός σώματος που αλλάζει απότομα πλευρό, είναι ν' ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι κάτι σαν πυρετός που δεν αντιστοιχεί σε πραγματική αγρύπνια, είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια, είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται, είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο και να μην μπορείς, είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις, είναι η ακαθόριστη αυγή.

Τι είναι η μακροζωία;

Είναι ο τρόμος να είσαι μέσα σ' ένα ανθρώπινο σώμα που οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν, είναι μια αϋπνία που μετριέται με δεκαετίες κι όχι ατσάλινους δείκτες, είναι ένα βάρος από θάλασσες και πυραμίδες, από βιβλιοθήκες πανάρχαιες και δυναστείες, από τις χαραυγές που είδε ο Αδάμ, είναι να ξέρω πως είμαι καταδικασμένος σ' αυτή τη σάρκα, στην απαίσια φωνή μου, στο όνομα μου, στη ρουτίνα των αναμνήσεων, στα ισπανικά, που ξέρω να τα χειριστώ, στη νοσταλγία των λατινικών, που δεν τα ξέρω, το να θέλω να βυθιστώ στο θάνατο και να μην το μπορώ, να ζω και να συνεχίζω να υπάρχω.

Ο αριθμός (La  cifra, 1981)


Time

Κάτοχοι του χτες

Ξέρω πως έχασα τόσα πράγματα που δε θα μπορούσα να τα καταγράψω και αυτές οι απώλειες είναι, τώρα πια, ό,τι μου ανήκει. Ξέρω ότι έχασα το κίτρινο και το μαύρο και σκέφτομαι αυτά τα άπιαστα χρώματα όπως δεν τα σκέφτονται αυτοί που βλέπουν. Ο πατέρας μου πέθανε και πάντα στέκει στο πλευρό μου. [.....] 

Το κάθε ποίημα, με τον καιρό, είναι μια ελεγεία. Δικές μας είναι μονάχα οι γυναίκες που μας άφησαν, και που δεν είναι δεμένες με της βραδιάς την αγωνία, τους πανικούς και την τρομοκρατία της ελπίδας. Δεν υπάρχουν παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους.
Οι συνωμότες (Los Conjurados, 1985)

Expulsion from Paradise -Fontana Gaia, Siena 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα
Εισαγωγή, ανθολόγηση, μετάφραση, σημειώσεις: Δ. Καλοκύρης
εκδόσεις Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου