Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Βασίλης Κατσικονούρης, Μπαμπούσκα

Η «Μπαμπούσκα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη («Το Γάλα», «Καλιφόρνια ντρίμιν», «Εντελώς αναξιοπρεπές», «Το μπουφάν της Χάρλεϊ», «Οι αγνοούμενοι», «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της»).

Βασίλης Κατσικονούρης: Εχουμε σπάσει  την ταμπέλα  της ελληνικούρας


Δυο άγγελοι κατεβαίνουν στη Γη για να τη σώσουν έστω και την τελευταία στιγμή από την καταστροφή, ακολουθώντας τα μηνύματα-χρησμούς, γραμμένα πάνω στα ρώσικα κουκλάκια και χωμένα διαδοχικά το ένα μέσα στο άλλο ‒ στην μπαμπούσκα του τίτλου. Πρόκειται ωστόσο για σαφώς προβληματικούς διασώστες: ο ένας, ο Αρχάγγελος αράζει σε ένα παλιομοδίτικο μπαρ και πίνει παρέα (εξ αποστάσεως) με δύο ηλικιωμένους ΕΑΜίτες και τον δύστροπο ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ο άλλος δεν είναι ποτέ σίγουρος για το τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Μάλλον πάσχει από σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. 

Ευτυχώς που υπάρχει ελπίδα: η πρώτη αποστολή του Άγγελου είναι να βρει ένα ζευγάρι, το τελευταίο πάνω στη Γη που μπορεί ακόμα ν’ αγαπηθεί, και να σώσει τον κόσμο από την καταστροφή. Αυτή λέγεται Ευρυδίκη κι αυτός Ορφέας. Όμως ο Ορφέας, που είναι ζωγράφος, δεν θέλει να ζωγραφίσει την Ευρυδίκη όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε να είναι, και η Ευρυδίκη, που είναι δακτυλογράφος και πραγματίστρια, δεν το θέλει αυτό.

Ο Αρχάγγελος άρχισε να μιλάει με αργή, υπομονετική φωνή.
«Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»
Η αγάπη, μικρέ, αυτή κρατάει τον κόσμο. Κι όταν εξαφανιστεί, τότε ο κόσμος θα πεθάνει, θα καταστραφεί


Μετά την αγάπη, η ελπίδα εναποτίθεται στην ποίηση

Γιατί ναι, κι αν ακόμα η αγάπη έχει χαθεί από τον κόσμο όπως τώρα… θα υπάρχει πάντα σε κάποια μορφή μέσα σε κάτι άλλο….. «Μέσα στην ποίηση»

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο

Κι όταν ακόμα και το τελευταίο βιβλίο με ποιήματα γραμμένα έχει χαθεί, κάποια ποίηση θα υπάρχει πάντα, κάπως, μέσα στην πρώτη της, την πιο ακατέργαστη μορφή της.
«…. Στα λόγια και στις κουβέντες των ανθρώπων!»

Βλέπεις, όταν ένας κόσμος τελειώνει, χάνεται πρώτα η αγάπη, ύστερα η ομορφιά, μετά ο λόγος και στο τέλος χάνεται και η τελευταία μορφή που τα κρατούσε όλα αυτά : Η μνήμη.

Τα χέρια του Αγγέλου έτρεμαν καθώς έπαιρνε τη μικρή μπαμπούσκα απ’ το απλωμένο χέρι του κοριτσιού μπροστά του. Μικροσκοπικά, σαν κομψοτεχνήματα γεωργιανής γραφής γράμματα ήταν σκαλισμένα στη βάση της.

«Δεν … υπάρχει…. Χρόνος. Μόνο… οι… χτύποι της … παιδικής …. μας καρδιάς»

Ο Άγγελος είχε κάποιες απορίες «Είναι …. Δηλαδή … όπως όταν ερωτευόμαστε;»

Όμως ο Άγγελος, δεν τον ένοιαζε πια η απάντηση, είχε ήδη βρει την ευκαιρία να χωθεί ξανά στη θαλπωρή της αγκαλιάς της, ήξερε μόνο πού ήθελε αυτός να βρίσκεται, ότι μόνο εκεί ήθελε να βρίσκεται, ήξερε ακόμα ότι όλα τελείωναν τώρα, όλα διαλύονταν, ναι, ακόμα και ο χρόνος έλιωνε σαν τα ρολόγια του Νταλί, μόνο που τον Νταλί δεν τον ήξερε, ούτε και κανέναν άλλο ζωγράφο, κανέναν και τίποτα δεν ήξερε, άκουγε μόνο εκείνο τον βαθύ, ρυθμικό χτύπο κάτω από την απαλή μεμβράνη της κοιλιάς του κοριτσιού… και ήξερε ότι ήταν η καρδιά της που μετρούσε χωρίς νούμερα, χωρίς νόημα και δίχως τέλος, γιατί όλα γύρω γύρω γίνονταν ένα αιώνιο παρόν, όλα γλιστρούσαν κι έφευγαν και πάλι επέστρεφαν εκεί αθώα και καινούργια σαν να υπήρχαν ξανά μ’ έναν άλλο τρόπο, λευκασμένα μέσα σε μια έκπαγλη διαφάνεια, κι από κάπου μακριά, και από κάπου κοντά, άκουγε τη φωνή της Νιόβης να του μιλάει.
«…. Μα κοίτα, σου λέω, δες…… Χιονίζει!»
Ο μικρός Άγγελος γύρισε και άρχισε να στρέφει το κεφάλι του με δυσκολία. Σαν έμβρυο που αλλάζει στάση μέσα στα υγρά του αμνιακού σάκου της μάνας του.
Κοίταξε προς το παράθυρο, έξω.
Πράγματι…….

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ


Σαλβαντόρ Νταλί, Η εμμονή της μνήμης, ελαιογραφία, 1931, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

 

Συνέντευξη του Βασίλη Κατσικονούρη στο click@Life και στη Μάνια Στάικου, με αφορμή τον μονόλογό του «Το μπουφάν της Χάρλεϊ»


«Ένας πιτσιρικάς σήμερα δεν προλαβαίνει ούτε να μελαγχολήσει»

Τρίτη, 1 Μαρτίου 2011





Ρίχνει μια φοβισμένη ματιά στο μέλλον που έφτιαξαν για τον οργισμένο γιο της. Φοβάται τους συμβιβασμούς και ανησυχεί για τη ζωή που γλιστράει σαν την άμμο. Η κωμικοτραγική ηρωίδα του Βασίλη Κατσικονούρη στον μονόλογό του «Το μπουφάν της Χάρλεϊ ή πάλι καλά» είναι υπερπροστατευτική όπως οι περισσότερες ελληνίδες μάνες. ...........Το έργο γράφτηκε παράλληλα σχεδόν με τη γνωστή θεατρική επιτυχία του Βασίλη Κατσικονούρη , το «Γάλα» ....Ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο της ταινίας, μας μίλησε για τις εκλεκτικές συγγένειες των δύο έργων του.

Το «Μπουφάν της Χάρλεϊ» γράφτηκε την ίδια περίοδο που δουλεύατε και το «Γάλα». Αισθάνεστε ότι υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τα δύο έργα;

Το Γάλα ήταν μια έκρηξη μέσα στο κεφάλι μου. Όλα εκεί ειπώθηκαν πολύ έντονα, πολύ δυνατά. Στο τέλος, μετά απ` όλη αυτή τη φασαρία, κάτι περίσσευε. Κάτι σαν μια ήρεμη θλίψη, ένα μουρμουριστό παράπονο. Αυτό ήταν το «Μπουφάν της Χάρλεϋ, ή Πάλι καλά».

Είναι ενδιαφέρον πάντως που στη συγκεκριμένη περίοδο επιλέξατε την εικόνα της μητέρας για να αναδείξετε διαφορετικές όψεις της ελληνικής κοινωνίας. Ποιες «εκλεκτικές συγγένειες» έχουν οι δύο μητέρες;

Η μητρική αγάπη –η πρόσληψή της- είναι ό,τι πιο ανιδιοτελές φέρουμε μέσα μας. Η παρουσία των μανάδων στα δύο προαναφερθέντα έργα σημαίνει ακριβώς την αφετηρία για το μακρύ ταξίδι αυτής της καθαρότητας μέσα στη νύχτα του κόσμου. Και την καταστροφή όσων ακόμα επιμένουν να τη φέρουν… Την ίδια ή την ανάμνησή της.

Αυτή βεβαίως είναι μια λογοτεχνική-φιλοσοφική προσέγγιση. Μια ψυχαναλυτική θα έλεγε ότι ακόμα δεν έχω ξεμπερδέψει με το οιδιπόδειό μου.

Θεωρείτε ότι η νέα γενιά συντρίβεται πάνω στο «πάλι καλά»; Γενικότερα ποια είναι η εικόνα σας για τους νέους;

Πιστεύω ότι η δική μου γενιά μάλλον βολεύτηκε πάνω στο «πάλι καλά». Δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται. Διασώζεις κάποια πράγματα κι έχεις εσύ την ευθύνη μιας έστω περιορισμένης επιλογής τι θα κρατήσεις και τι θα πετάξεις. Ακριβώς αυτός ο περιορισμός σε κάνει να σκέφτεσαι τις απολύτως ουσιώδεις προτεραιότητες και την κατάταξή τους: One for the money, two for the soul; Ή το ανάποδο;

Το πρόβλημα είναι η σημερινή γενιά, που πολύ θα ήθελε ένα έστω «πάλι καλά» και τελικά καταλήγει στο «πάλι σκ..ά». Κανονικά πρέπει να τα τρίψει στη μούρη όσων οδηγούν ολόκληρες γενιές και κοινωνίες στο αδιέξοδο, για να καταλάβουν και οι ίδιοι πόσο επικίνδυνο είναι να μην αφήνεις επιλογές. Νομοτελειακά πάντως, τα σκάγια θα μας πάρουν όλους… three to get ready, now go cat, go! Παλιό ροκενρολάκι του Carl Perkins, “Blue Suede Shoes”.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι κυρίως οι νέοι έχουν την πολυτέλεια της μελαγχολίας;

Έχει στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός που αποθεώνει το σώμα της νεότητας στο απόλυτο σφρίγος, κάλλος και φέγγος της (από νέον). Ένας πιτσιρικάς σήμερα δεν προλαβαίνει να μελαγχολήσει. Κι αν του προκύψει κάποια μελαγχολία, θα είναι δοτή –τύπου emo, «Λυκόφως» κ.τ.λ., ή απλώς δε θα ξέρει να τη διαχειριστεί, οπότε πάει και πέφτει κατ` ευθείαν στην κατάθλιψη.

Προσωπικά πάντως - αν θεωρήσουμε τη μελαγχολία πολυτέλεια, όπως λες στην ερώτησή σου – διήγα πολυτελέστατο βίο στα νιάτα μου. Θα έλεγα και τώρα ακόμη, αν δε φοβόμουνα τα νέα τεκμήρια της εφορίας.

Είστε ροκ όπως ο ήρωας στο «Μπουφάν της Χάρλεϊ»;

Κανείς δεν είναι τίποτε. Η ύψιστη ελευθερία είναι να μπορείς να ξεφορτώνεσαι αυτό που νομίζεις πως είσαι. Το ροκ με βοήθησε από την άποψη ότι πάντα έθετε ένα επείγον θέμα ελευθερίας. Από κει και πέρα, όσον αφορά την ουσία αυτής της ελευθερίας, θα ήθελα να είμαι τόσο ροκάς όσο ο Παπαδιαμάντης, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σεφέρης, ο Τσέχωφ, ο Φελλίνι, ο Ταρκόφσκι, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και άλλοι ήρωες της ροκ.........................................................

Ποια ήταν η σχέση σας με το θέατρο πριν αρχίσετε να γράφετε;

Δεν πήγαινα στο θέατρο, ακόμα κι όταν άρχισα να γράφω θεατρικά έργα. Όταν γνώρισα τη γυναίκα μου –που έχει σπουδάσει θεατρολογία- μου εξήγησε με μεγάλη υπομονή ότι αυτό δεν είναι σωστό, και άρχισε να με πηγαίνει συνέχεια σε διάφορες παραστάσεις, ενώ εγώ ήθελα να πηγαίνουμε για μπύρες. Ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει, τελικά, ήταν να την παντρευτώ και να κάνουμε παιδιά. Οπότε τα τελευταία χρόνια δεν πηγαίνουμε και τόσο συχνά στο θέατρο. Παρότι τώρα την παρακαλάω...

Εφόσον εργάζεστε ως εκπαιδευτικός μπορείτε να μας διαφωτίσετε για το τι γίνεται με το θέμα της θεατρικής αγωγής στο σχολείο;

Τι να σας πω, κι εγώ ένας υπάλληλος είμαι, καταλαβαίνετε… Όλο αγγλικά με βάζουνε να κάνω και να καταχωρώ τις απουσίες. Τώρα όμως, με τις εξαγγελίες της υπουργού Παιδείας για αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού στα σχολεία, είμαι σίγουρος ότι θα με αξιοποιήσουνε κι εμένα. Μπορεί ας πούμε να μου δώσουνε να κρατάω και τα μητρώα φοίτησης ή το πρωτόκολλο αλληλογραφίας του σχολείου.

Ένας εκπαιδευτικός, χρειάζεται να έχει και λίγο θεατρικότητα για να κρατήσει την τάξη;

Η εκπαιδευτική πράξη προσομοιάζει στη θεατρική. Μόνο που στην αίθουσα, όπου τελείται αυτή η πράξη, οι θεατές είναι κάπως πιο ανήσυχοι. Χρειαζόμαστε επειγόντως νέα, πιο ενδιαφέροντα έργα στα σχολεία και δασκάλους που να κάνουν γκελ στο κοινό.

Περιμένουν κάποια έργα σας κλειδωμένα στο συρτάρι;

Στο ντουλάπι τα βάζω. Καμιά φορά, άμα περνάω από μπροστά του, ακούω κάτι περίεργους ήχους από εκεί μέσα. Απομακρύνομαι όσο πιο ήσυχα γίνεται. Δεν ξέρεις πότε ένα έργο θα αποφασίσει να επιτεθεί στο συγγραφέα του.



to theama 1
ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟ «Το Θέαμα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Κατσικονούρη και ερμηνεία Βαγγέλη Ρόκκου (Φεβρ. - Απρ. 2013)


Συνέντευξη του Βασίλη Κατσικονούρη στη Σοφία Πατσέλλη


«Όλοι μια Κύπρο κουβαλάμε εντός μας. Δεν ήταν για να είναι αυτό η ζωή! Γι’ αυτό σαν με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια, αδερφή μου, δε βρίσκω κάτι να σου πω. Δες με … εμένα! Δεν είμαι περήφανη για ό,τι ήμουν – είμαι ήσυχη γιατί αυτό που ήμουν το έζησα περήφανα… Μόνο, πώς να φύγω χωρίς να βολέψω κάπου αυτή τη μνήμη;»
Από το έργο «Οι Αγνοούμενοι»

Καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συγγραφέας θεατρικών έργων τολμάει να αναρωτιέται, να θυμάται, να ψάχνει – να μιλάει για όσα οι αρμόδιοι σιωπούν – να αγγίζει όσα οι περισσότεροι φοβούνται. Ο Βασίλης Κατσικονούρης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καταξιωμένους συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας και με τα έργα του «Εντελώς Αναξιοπρεπές», «Καλιφόρνια Ντρίμιν», «Το Γάλα», «Οι Αγνοούμενοι», αναγκάζει να τον προσέξουν. Επιλέγει να ακούει τη καρδιά του, με οποιοδήποτε κόστος, και προκαλεί να γροικήσει ο καθένας τη δική του καρδιά. Το γράψιμο για κείνον είναι ανάγκη, είναι ψυχική περιπέτεια, στην οποία καλεί και τον θεατή. Μιλάει για αλήθειες σκληρές με το δικό του ευαίσθητο τρόπο. Κανείς δεν εξέρχεται απ το θέατρο έτσι όπως εισήλθε. Καταφέρνει να αγγίζει τις ψυχές, να ξυπνά σκέψεις και συναισθήματα.
Ποια είναι η σχέση σας με τη Κύπρο;
Από πλευράς καταγωγής, καμία. Απλώς, το 1974, με την εισβολή στη Κύπρο και την μεταπολίτευση στην Ελλάδα, εγώ έμπαινα στην εφηβεία μου. Όλα αυτά τα γεγονότα οριοθετούν κατά κάποιο τρόπο το πέρασμά μου απ’ την παιδική στην αντρική ηλικία. Ήταν ένα κάλεσμα για να αρχίσω να σκέφτομαι και να βλέπω τον κόσμο αλλιώς.
Είστε καθηγητής. Θέλετε να μου μιλήσετε για την εμπειρία της μετάβασης από τη διδασκαλία στη τάξη στη διδασκαλία μέσω του θεατρικού έργου;
Νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει τέτοιο πέρασμα! Είμαι εναντίον του διδακτικού θεάτρου, με τη στενή έννοια του όρου.
Με την έννοια της τραγωδίας, που κάθε παράσταση είναι και μια διδασκαλία;
Από αυτή την άποψη, το κοινό σημείο είναι η επικοινωνία. Όπως η βάση της διδακτικής πράξης είναι η σχέση του δάσκαλου με το μαθητή, έτσι και η βάση της θεατρικής παράστασης είναι η επικοινωνία του θεατή με το έργο.
Η δουλειά του δασκάλου σας γεμίζει;
…και με αδειάζει! Είναι κάτι που επέλεξα να το κάνω και μέχρι του σημείου που επιτυγχάνεται η «επικοινωνία», βεβαίως με γεμίζει. Ωστόσο μου γεμίζει και τον χρόνο, έχω και το γράψιμο, έχω και τις υποχρεώσεις με τα παιδιά μου, την οικογένεια μου, και έτσι με αγχώνει. Αισθάνομαι, όμως, ότι η ιδιότητα του θεατρικού συγγραφέα επικαλύπτει του δημοσίου υπαλλήλου. Νιώθω ότι οφείλω να προσφέρω περισσότερα.
Πώς σας αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι συνάδελφοί σας;
Κάποια αντιλαμβάνονται τι είναι αυτό που κάνω, κάποια άλλα νομίζουν ότι γράφω σήριαλ, όπως και πολλοί συνάδελφοι. Για κάποιους απ’ αυτούς είμαι κάτι σαν απειλή. Τους προκαλώ φόβο και αμηχανία.
Γιατί γράφετε; Πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Το πότε το ξέρω, το γιατί δεν το ξέρω (γέλια)… Απλά αισθάνομαι ότι μπορώ να το κάνω. Είναι μια δυνατότητα που ξεπηδά από μέσα μου, αλλά δεν θέλω να το πολυαναλύσω. Είναι κάτι που πηγαίνει από μόνο του, δεν μπορώ να το ελέγξω. Και φοβάμαι μήπως ψάχνοντας το, χάσει την όποια αυθεντικότητα του.
Έχετε κάποιο σχέδιο όταν γράφετε ή το γράψιμο σας οδηγεί στα μονοπάτια του;
Κρατάω σημειώσεις διάσπαρτες – κάποια ατάκα, κάποια παράταιρη σκηνή, κάτι που έχω θυμηθεί ή έχω ονειρευτεί και μέσα από όλα αυτά, εσωτερικά, χωρίς να το καταγράφω, βγαίνει ένας δραματουργικός ιστός.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας όταν ολοκληρώνετε ένα έργο;
Έχω μια αδημονία να το δω να παίζεται. Όχι όμως με την έννοια της λαχτάρας, να το δω να παίζεται οπουδήποτε και οπωσδήποτε. Αυτό το έχω κοντρολάρει πια! Για το αν θα παιχτεί σωστά, αυτό είναι μια αγωνία που αρχίζει τη στιγμή που αρχίζουν οι πρόβες.
Έχει επιπτώσεις όλη αυτή η επιτυχία στη προσωπική σας ζωή;
Δεν νομίζω. Ίσως μόνο ως προς τη διαχείριση του χρόνου μου. Επειδή το έχω δίπορτο –καθηγητής και συγγραφέας– αισθάνομαι σα να συμβαίνουν σε κάποιον άλλον. Πρέπει να είμαι μια περίπτωση “Doctor Jekyll and Mr. Hyde”. Δεν με επηρεάζουν όλα αυτά. Έχω και -από μικρός είχα- μια αίσθηση ματαιότητας η οποία ώρες-ώρες με στεναχωρεί, αλλά κάποιες φορές, όπως τώρα, αποδεικνύεται χρήσιμη.
Για το έργο «Οι Αγνοούμενοι» έχετε πει ότι το έργο δεν αφορά τους αγνοούμενους αλλά τους αγνοούντες. Υπάρχει ευτυχία εν αγνοία;
Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ευτυχία εν αγνεία, αγνότητα. Αυτή είναι η μόνη που αξίζει τον κόπο. Όταν κάποιος δε γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα του, δίπλα του, τότε μιλάμε για αποβλάκωση, η ευτυχία τότε είναι βλακεία.
Εσείς πώς ορίζετε την ευτυχία;
Να είσαι εκεί που θέλεις και μ’ αυτούς που θέλεις και να κάνεις αυτό που θέλεις.
Στην παράσταση «Το Γάλα» δύσκολα συγκρατεί κάποιος το δάκρυ του. Νιώθατε την ίδια φόρτιση γράφοντας;
Είναι ένα έργο που έβαλα όλη μου τη ψυχή, γράφτηκε με ψυχικό πόνο. Και εκεί έγκειται η επιτυχία του. Δεν είναι απλά ένα ακόμα καλογραμμένο αντιρατσιστικό έργο. Πάει και βρίσκει το πόνο του καθένα, ο οποίος δεν είναι ξεχωριστός! Όλοι, λίγο πολύ, τον ίδιο πόνο έχουμε. Τον πόνο του εξόριστου απ’ αυτό που ο καθένας θεωρεί αληθινή ζωή.
Ενώ στο «Γάλα» αυτό που κυριαρχεί είναι το συναίσθημα, στους «Αγνοούμενους» κυριαρχεί η σκέψη.
Ναι, «Οι Αγνοούμενοι» είναι άλλη γραφή. Όλοι περίμεναν από μένα «Το Γάλα Νο2», αλλά δεν είμαι ούτε η Δέλτα ούτε η Φάγε. Η υποχρέωση που έχω σαν συγγραφέας είναι να εξελίσσομαι. Χρησιμοποίησα τη δημοσιότητα που πήρε «Το Γάλα» για έναν σκοπό πιο ιερό, πιο υψηλό. Με την ευνοϊκή συγκυρία της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ αναμενόταν να τεθεί το θέμα των αγνοούμενων και δεν ετέθη. Αισθάνθηκα λοιπόν υποχρεωμένος να το θέσω εγώ μέσα από τη δική μου τέχνη.
Το παρασκήνιο στα έργα «Οι Αγνοούμενοι» και «Το Γάλα» είναι η σύγχρονη ελληνική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της παρακμής, της απομόνωσης και της απαξίωσης. Υπάρχει ελπίδα σωτηρίας;
Ναι! Είναι αυτά που πάντα μας σώζουν και στη προσωπική μας ζωή, ο έρωτας και η τέχνη.
Τι πράγματα μπορούν να σας συγκινήσουν;
… μόνο και μόνο απ’ τη παύση καταλαβαίνεις… οτιδήποτε έχει μια αυθεντικότητα, μια γνησιότητα, μια δύναμη μέσα του.
Να ρωτήσω τι σας φοβίζει;
Ο θάνατος. Για την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Για την διάρρηξη των δεσμών αγάπης που στήνουμε εδώ μεταξύ μας και ξαφνικά έρχεται μια χατζάρα από πάνω και κόβονται όλα στη μέση.
Και, δυστυχώς, φτάνοντας και εμείς στο τέλος, θέλετε να μου μιλήσετε για τα σχέδια σας;
Του χρόνου θα συνεχιστούν «Το Γάλα» και «Οι Αγνοούμενοι». Υπάρχουν και καινούρια έργα έτοιμα, τα οποία θα θελα να ανεβούν, αλλά είμαι συγκρατημένος και ψύχραιμος. Πέρυσι τελείωσα το «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της», που είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας, τα πρώτα μέρη της οποίας είναι «Το Γάλα» και «Οι Αγνοούμενοι». Το θέμα του πρώτου είναι η αγάπη, του δεύτερου ο φόβος και του τρίτου το έλεος. Επιθυμία μου είναι να παιχτούν «Οι Αγνοούμενοι» στην Κύπρο, και συμβολικά θα ήθελα να παιχτούν από κάποιο κρατικό φορέα, είτε της Ελλάδας είτε της Κύπρου.
περιοδικό ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΨΗ