Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Κασσιανή· «ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας»


Ποιήτρια, όχι πόρνη....

Μέσα στο περιβάλλον της εικονομαχικής έριδας πού σηματοδότησε τον 8ο και τον 9ο αιώνα στο Βυζάντιο έζησε η ποιήτρια Κασσιανή. Μορφή αινιγματική, καθώς τα βιογραφικά στοιχεία που σώζονται για το πρόσωπό της είναι ελάχιστα και αντιφατικά.

Η σύγχυση μεταξύ της Κασσιανής και της πόρνης του Ευαγγελίου, τελείως αβάσιμη βέβαια, οφείλεται στην ταύτιση της ποιήτριας με τον υπέροχο ύμνο που έγραψε για την «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» και ο οποίος ψάλλεται κατά τον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης (δηλαδή το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης
).

Όπως
 έχει επισημανθεί, πρόκειται για συνηθισμένη περίπτωση ταύτισης συγγραφέα και λογοτεχνικού θέματος, στην οποία όμως, ας συμπληρώσουμε, βοήθησε και η ζωντάνια με την οποία η ποιήτρια αποτύπωσε στο ποίημά της την ψυχική κατάσταση της αμαρτωλής γυναίκας. Πέραν αυτής της εκδοχής, που πηγάζει απο άγνοια, οι σοβαρές θεωρίες είναι δύο:

Η
 μία θέλει την Κασσιανή να μετέχει σε καλλιστεία αγωνιζόμενη για το αυτοκρατορικο στέμμα, ενώ η άλλη τη θεωρεί γυναίκα της αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης, που αρχικά έγινε μοναχή και στη συνέχεια ηγουμένη σε μονή της Πόλης.

Πράγματι, η Κασσιανή θα πρέπει να είχε μορφωθεί με τον τρόπο των Βυζαντινών γυναικών της αριστοκρατίας. Και μόνο το γεγονός ότι ποιήματά της επέζησαν στη διάρκεια των αιώνων αποδεικνύει τη ρητορική της δεινότητα και, ως εκ τούτου, την αριστοκρατική της καταγωγή, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν θα της είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να αξιοποιήσει το ταλέντο της.

Η εκλογή του αυτοκράτορα Θεόφιλου
________
Η παράδοση

Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. 

Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830 ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: 

«Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά », αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.

Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: 

«Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» «Και από μία γυναίκα τα καλά », αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. 

Ο Θεόφιλος, είτε γιατί θεώρησε την Κασσιανή πολύ έξυπνη και συνεπώς πολύ δυναμική γι' αυτόν, είτε γιατί προς στιγμή εθίγη ο ανδρικός εγωϊσμός του που μια γυναίκα στάθηκε αντάξια της δικής του μόρφωσης και τον αποστόμωσε μπροστά σε τόσο κόσμο, της είπε θυμωμένος 

"ὦ γύναι εἴθε νά ἐσίγας" (γυναίκα, μακάρι να σιωπούσες), 

της γύρισε την πλάτη αμέσως και πρόσφερε το χρυσό μήλο της εκλογής στη 15άχρονη Θεοδώρα από την Παφλαγονία, αρμενικής καταγωγής.

Πάντως το επεισόδιο αυτό αμφισβητείται από τους νεώτερους ιστορικούς. Τα κύρια επιχειρήματα είναι ότι οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος, το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.



Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος επισκέπτεται τη Μονή των Βλαχερνών, όπως συνήθιζε, 
για να ακούσει τα παράπονα του κόσμου. [Από χειρόγραφο]
_____________________

Το Τροπάριο της Κασσιανής

Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. 

Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. 

Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. 

Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν 

«ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». 

Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.


«Η ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή»

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή,

τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. 

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, 
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. 

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, 
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· 

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, 
ὁ κλίνας τοὺς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· 

καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, 
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· 

ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, 
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. 

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, 
τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; 

Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Maria Magdalena - Alfred Stevens, 1887
________________

«Η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες»

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,

σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά
πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:

Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,
η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.

Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·

αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε,
από το φόβο της κρύφτηκε.

Των αμαρτιών μου τα πλήθη
και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,
εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.

Η μεταφορά είναι από τον Φώτη Κόντογλου

Albert Edelfelt (1854– 1905), Christ and Mary Magdalen.
_____________

«Eγώ η γυναίκα η μολυσμένη των αμαρτιών»

Κύριε
Eγώ η γυναίκα η μολυσμένη
των αμαρτιών
στα σπλάχνα μου αισθάνθηκα
την θεότητά σου
κι έγινα μυροφόρος.

Με οδυρμούς μύρα ακουμπώ
εμπρός από τον τάφο σου.
Τα σπλάχνα μου η νύχτα τα κατέχει
Μανία η ακολασία μου
Σκοτάδι και θάνατος της σελήνης
ο έρως μου της αμαρτίας

Πάρε τα μάτια μου
μαζί με τα δάκρυά τους εσύ
που όρισες η θάλασσα
να κατάγεται από τα σύννεφα

Κλίνε πάνω απὸ τον στεναγμὸ
τον πιὸ βαθύ της καρδιάς μου
Εσύ που έκαμψες τούς ουρανούς
για να χωρέσει το άφατο..

Θέλω να φιλήσω
τα πόδια σου τα ανέγγιχτα
και να τα προστατεύω
μέσα στις θηλειές των μαλλιών μου

Στο σούρουπο του παράδεισου η Εύα
τους κρότους ακούει και ταράζεται
τρόμαξε και εκρύφτη…

Σωτήρα μου και των ψυχών σωτήρα
Ποιος το κουβάρι των αμαρτιών μου
θα έρθει να ξετυλίξει..
Στης τιμωρίας σου την άβυσσο
ποιος πώς να κρατηθεί..

Μην αποστρέψεις
το βλέμμα σου από πάνω μου
Βλέπε με. Την δούλη σου
Εσύ που είσαι το έλεος.

Γιώργος Χειμωνάς, αφιέρωση στον Οδ. Ἐλύτη, 
περιοδ. Χάρτης , τ. 21-23, Νοε 1986, σσ.474-475


Noli me Tangere, 1514, by Titian, National Gallery, London
____________

Σε ποιο πρόσωπο αναφέρεται ο ύμνος;

Στην ανάλυση του ύμνου έχει υποστηριχθεί ότι η πόρνη ταυτίζεται με τη Μαρία Μαγδαληνή, χωρίς ωστόσο η άποψη αυτή να τεκμηριώνεται. Στο ποίημα δεν μνημονεύεται κανένα όνομα γυναίκας και στα ευαγγέλια πουθενά δεν γράφεται ότι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν πόρνη. Τα επτά δαιμόνια από τα οποία την ελευθερώνει ο Ιησούς δεν παραπέμπουν ποσώς σε έκλυτο βίο. 

Αν στραφούμε τώρα στις σκηνές όπου γυναίκες αλείφουν τον Ιησού με μύρο, βλέπουμε πως είναι η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, που πλένει τα πόδια του Κυρίου με μύρο στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο (12.3), ενώ στο κατά Ματθαίον η σκηνή διαδραματίζεται στο σπίτι του Σίμωνα, και η γυναίκα που έρχεται κρατώντας το αλαβάστρινο βάζο με το μύρο δεν αναφέρεται πουθενά πως είναι πόρνη.


Mary Magdalene by John Rogers Herbert (1859)
______________

Την πληροφορία για την αμαρτωλή γυναίκα την παίρνουμε από το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (7.36-50), που μας δίνει την ωραιότερη περιγραφή της σκηνής. Με εξαιρετικό λυρισμό, από τον οποίο εμπνέεται και η Κασσιανή, ο ευαγγελιστής περιγράφει τη σκηνή της μετάνοιας της πόρνης. 

«Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω».

The Conversion of Mary Magdalene, Paolo Veronese (περίπου1548)
_______________


Το μόνο σημείο πού θα δικαιολογούσε την αναγωγή της πόρνης σε Μαγδαληνή είναι το ότι στις άλλες περιγραφές (κατά Ιωάννην 12.3, κατά Ματθαίον 26.6 και κατά Μάρκον 14.3) ο Ιησούς δράττεται της ευκαιρίας για να προφητεύσει και να αναγγείλει το θάνατό του, συνδέοντας το μύρο με το μύρο της ταφής του. 

Στις σκηνές τόσο της Σταύρωσης όσο και της Ανάστασης είναι βέβαια η Μαρία Μαγδαληνή, που με τις άλλες γυναίκες παρίσταται στα γεγονότα και φέρνει μύρο για να αλείψουν το νεκρό σώμα του Ιησού. Η μυροφόρος Μαγδαληνή δεν έχει σχέση ωστόσο με τη μετανοούσα πόρνη ή με τη Μαρία του Λαζάρου, που εκδήλωσε την 
αγάπη της στο πρόσωπό του αλείφοντας τα πόδια του με μύρο.

Ο θρήνος της Μαρίας Μαγδαληνής πάνω από το νεκρό Ιησού, Arnold Bocklin
________________

Για τη σύγχυση σχετικά με την ταυτότητα της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής», δηλαδή, μοιάζει να ευθύνεται αφενός η ασυμφωνία της αφήγησης της ιστορίας της πόρνης μεταξύ των ευαγγελίων και αφετέρου η θεολογική και πραγματολογική σχέση των σκηνών του μύρου.

Η σύνδεση της πόρνης με τη μυροφόρο Μαγδαληνή βασίζεται στους εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος, όπου «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αισθανόμενη τη θεότητα του Κυρίου, αναλαμβάνει «τάξιν», δηλαδή υπηρεσία, μυροφόρου. Για το λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί πως η Κασσιανή ταυτίζει την αμαρτωλή γυναίκα με τη μυροφόρο Μαγδαληνή. 

Θα μπορούσαμε όμως να υποθέσουμε πως η Κασσιανή - που δεν ήταν δυνατόν να μη γνωρίζει σε βάθος τα ευαγγέλια - απλώς συνδέει τις περιγραφές των επεισοδίων που προαναφέραμε με τη σκηνή των μυροφόρων σε μια προσπάθεια μετάδοσης ενός θεολογικού μηνύματος που εξάλλου βλέπουμε να συνδυάζει και άλλα στοιχεία, όπως η συσχέτιση της αμαρτωλής με την Εύα.

Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί η ποιήτρια για την περιγραφή της ψυχικής κατάστασης της αμαρτωλής γυναίκας παρουσιάζει συγγένειες με τις αντίστοιχες περιγραφές της Σταύρωσης στην ομιλητική και την υμνογραφία. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες που παραπέμπουν στην κτίση και στην εξουσία του Κυρίου πάνω της: οι νεφέλαι, το ύδωρ της θαλάσσης, αλλά και ο κλίνας τους ουρανούς, οι οποίες δίνουν έμφαση αφενός στη φιλανθρωπία του Κυρίου και αφετέρου στη μετάνοια της γυναίκας.

Ο
κύριος των νεφελών και του ύδατος της θαλάσσης καλείται να δεχθεί τις πηγές των δακρύων της, ο παντοδύναμος Θεός που λύγισε τους ουρανούς με την άφραστη κένωσή του καλείται να σκύψει στο στεναγμό της καρδιάς της.


Jules Joseph Lefebvre (1836–1911) The Sorrows of Mary Magdalene 
____________________

Αντίστοιχη χρήση εικόνων υπηρετεί τη σειρά των αντιθέσεων που παρατηρούμε στους ύμνους του Πάθους, μόνο πού σ' αυτή την περίπτωση η δομή είναι αντιθετική: ο δημιουργός που σταυρώνεται από το δημιούργημα, ο αναμάρτητος που κατηγορείται από τους αμαρτωλούς κτλ.

Το σώμα του τροπαρίου, δηλαδή η κεντρική αφηγηματική του σκηνή, βασίζεται στον παραλληλισμο της αμαρτωλής με την Εύα: η γυναίκα φιλάει, πλένει με δάκρυα και σκουπίζει με τα μαλλιά της τα πόδια του Κυρίου, τα ίδια εκείνα πόδια που όταν άκουσε τον ήχο τους ένα δειλινό η Εύα στον Παράδεισο, κρύφτηκε από φόβο. 

Οι τελευταίοι στίχοι καταδεικνύουν την αντίθεση ανάμεσα στο πλήθος των αμαρτιών της γυναίκας και το ανέγνωρο της κρίσης του Κυρίου. Η μόνη της ελπίδα είναι η δική της μετάνοια και το έλεός του.

Εισαγωγή της Νίκης Τσιρώνη από την έκδοση ΚΑΣΣΙΑΝΗ η υμνωδός,
εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα 2002.(αποσπάσματα) 


Dionigi Bussola, Gesù muore sulla croce, (particolare di Maria Maddalena), 1663
_______________

Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς

Τα
 δραματικά λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης.

 Ζει και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του.

Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)

Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώσει:

«Ο
 ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία...»


Magdalena, Sieger Koder 
________________

Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».

Α
ισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. 

Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. 

Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε ... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.


Magdalena Mural Monestir Pedralbes s.XVIII
_____________


Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου»


Tintoretto, Magdalena penitente (Musei Capitolini, Roma, 1598-1602)

________________

Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Μίκης Θεοδωράκης

Ο Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 17 ετών - ζούσε εκείνη την εποχή με την οικογένειά του στην αρκαδική πρωτεύουσα - έγραψε το πρώτο πολυφωνικό του έργο, που ήταν το τροπάριο της Κασσιανής για τετράφωνη χορωδία. Η πρώτη δημόσια εκτέλεσή του έγινε τη Μεγάλη Τρίτη του 1942, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη. Μάλιστα επικράτησε σε διαγωνισμό μεταξύ τριών Κασσιανών που ψάλθηκαν στις εκκλησίες της Τρίπολης.

Όπως θυμάται ο ίδιος «…από μικρό παιδί έψελνα στην εκκλησία και σε ηλικία 15 ετών «διορίστηκα» μαέστρος στην Χορωδία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη, με την υποχρέωση να γράφω κάθε Κυριακή νέες εκκλησιαστικές συνθέσεις.  Στην Τρίπολη έγραψα πολλά έργα για την εκκλησιαστική χορωδία της Αγίας Βαρβάρας, που σ’ ένα διάστημα ήμουν κι εγώ ο μαέστρος της. Έγραψα πολλά «Σε υμνούμεν», χερουβικά και μία Κασσιανή, την οποία αναπαλαίωσα, την ξανάγραψα. Μετά από σαράντα ακριβώς χρόνια στο Παρίσι πάνω σ’ αυτό το ίδιο μοτίβο στήριξα ένα από τα τελευταία μου έργα, την Τρίτη Συμφωνία»...

Σαράντα χρόνια μετά, στις 27 Μαρτίου 1983, στην εκκλησία του του Αγ.Βασιλείου στην Τρίπολη, ο Μίκης θεοδωράκης διδάσκει «το τροπάριο της Κασσιανής».
____________

Στα 1942, τη Μεγάλη Tρίτη, η Τριπoλιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Πραγματικά, μέσα στη νύχτα της ξένης Κατοχής, στα 1942, στην Τρίπολη, τρεις χορωδίες παρουσίασαν τη Μεγάλη Τρίτη τρεις “Κασσιανές” τριών συνθετών που ζούσαν στην Τρίπολη, σε τρεις διαφορετικές εκκλησίες. 

Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, που προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών κατοχής και ο αφορισμός από το δεσπότη, του Γιάννη Παναγιωτόπουλου-Κούρου, με την απαγόρευση να δοθεί η «Kασσιανή» του στη Μητρόπολη, προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Kασσιανή», που θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ τη δική μου, που θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα.

Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι. Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. Ο ίδιος ήταν καθηγητής ιχνογραφίας στο γυμνάσιο, δεξιός ψάλτης στον Αη-Βασίλη, τη μητρόπολη, και κυρίως μέγας τραγουδιστής, με ειδικότητα τα επιτραπέζια «κολοκοτρωναίικα», όπως είναι γνωστά. Πολύ ψηλός, ξερακιανός, θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και γερό ποτήρι, αποτελούσε ένα ζωντανό θρύλο. 

Στην «Κασσιανή» του, στη φράση «ως εν των Παραδείσω», είχε βάλει φωνές πού έκαναν “τσίου-τσίου”, δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα και ίσως γι’ αυτήν την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε. Δεδομένου ότι η βυζαντινή τέχνη θα πρέπει να παραμένει απογυμνωμένη από ειδωλολατρικά τερτίπια, όπως είναι τα «πουλάκια» ή τα «μουσικά όργανα» ή μια νέα αντίληψη για τη μελοποίηση, που να ξεφεύγει από τα ιερό πρότυπα και την παράδοση της εκκλησίας.

Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα, για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα "Χερουβικά", "Σε υμνούμεν" και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. ‘Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις ώρες μόνο για τις φωνές. Ανακάλυψα και ένα θαυμάσιο βαρύτονο -ήταν μόνιμος επιλοχίας- για τον οποίο έγραψα ένα μεγάλο σόλο. 

Λίγο πριν από την παρουσίαση του έργου ένας Αυστριακός αξιωματικός που δήλωνε μαέστρος στην Όπερα της Βιέννης ζήτησε να παρευρεθεί σε πρόβα που έγινε στο σπίτι μου. Ήρθε με άλλους δύο αξιωματικούς της Βέρμαχτ, κοίταξε προσεκτικά τις παρτιτούρες και μας παρακάλεσε να ξεκινήσουμε. Την τετράφωνη ανδρική χορωδία τη διηύθυνα εγώ, ενώ η νεαρή πιανίστα Αποστολάκη συνόδευε στο αρμόνιο. Το ενδιαφέρον των ξένων, που φαίνεται γνώριζαν καλά μουσική, κορυφώθηκε όταν τραγούδησε το σόλο του ο βαρύτονος Νίκος Σαλίβερος, στον οποίο ο αξιωματικός – μαέστρος έδωσε αμέσως την κάρτα του και τον κάλεσε… στη Βιέννη.

Την εποχή εκείνη στην Τρίπολη λειτουργούσε η Παιδαγωγική Ακαδημία με διευθυντή τον Ευάγγελο Παπανούτσο, τον οποίο εγώ και η παρέα μου είχαμε παρακαλέσει να μας μυήσει στον κόσμο της Φιλοσοφίας. Ήμαστε δηλαδή, μαθητές του με την… αρχαϊκή έννοια της λέξης. Ο Παπανούτσος είχε παρευρεθεί στην πρώτη συναυλία μουσικής δωματίου με συνθέσεις μου που δόθηκε στο σπίτι του Ελληνοαμερικανού Μεϊντανή και μάλιστα στο τέλος σηκώθηκε και μίλησε με λόγια θερμά για τα έργα που άκουσε.  Έτσι και μόνο η παρουσία του Παπανούτσου στη δική μου «Κασσιανή» αποτελούσε ένα… στρατηγικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι όπου πήγαινε αυτός, ακολουθούσε σύσσωμη η τοπική… ιντελιγκέντσια! 

Η Μεγάλη Τρίτη ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα. Θυμάμαι ότι είχαμε ανεβεί μαζί με τον σολίστ στο καμπαναριό για μια τελευταία πρόβα. Από 'κεί βλέπαμε τον κόσμο να συρρέει και να γεμίζει τον κήπο της εκκλησίας, φορώντας τα γιορτινά του. Η χορωδία ήταν τοποθετημένη στον γυναικωνίτη κι εγώ διηύθυνα με την πλάτη στο κοινό. Πρόλαβα όμως να δω στις πρώτες θέσεις τον πολύτιμο Παπανούτσο, τον Νίκο Δεληβοριά, τον "σταρ" δικηγόρο και μετέπειτα δήμαρχο της Απελευθέρωσης και πολλές άλλες σημαντικές προσωπικότητες.

Χάρη στον πατέρα μου, στη δική μας εκτέλεση, στην Αγία Βαρβάρα,  ήρθαν οι αρχές της πόλης. Πρόλαβα όμως να δω στις πρώτες θέσεις τον πολύτιμο Παπανούτσο, τον Νίκο Δεληβοριά, τον “σταρ” δικηγόρο και μετέπειτα δήμαρχο της Απελευθέρωσης και πολλές άλλες σημαντικές προσωπικότητες.

Ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Ψάλαμε από το γυναικωνίτη με μεγάλο τρακ και συγκίνηση. Ακόμα θυμάμαι το φάλτσο που έκανε ο Τάκης, που ως συνήθως τραγουδούσε πάντα λίγο χαμηλά. Τον είδα να τεντώνει το λαιμό του και είπα: «Τώρα θα το κάνει», και το έκανε. Αυτό έσπασε τη μαγεία της στιγμής. Ο Παπανούτσος, όλος χαρά, μάς έσφιγγε τα χέρια στο προαύλιο της αυλής. 

Μετά και οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις «Kασσιανές», αφήνοντας την επόμενη μέρα άφωνους τόσο τους οπαδούς μας όσο και τις Αρχές Κατοχής, που για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν να ξετυλίγεται μπροστά τους ένας αδυσώπητος μουσικός πόλεμος με ένα τέτοιο αναπάντεχο τέλος. Θα είπαν ασφαλώς μέσα τους "αυτοί οι Έλληνες είναι τρελοί…".

Καθώς τα θυμάμαι όλα αυτά με μεγάλη συγκίνηση, μου ήρθε ξαφνικά στον νου η σκέψη ότι η «Κασσιανή» μου ήταν έργο Φιλίας. Πραγματικά το κίνητρό μου ήταν να γράψω ένα σύνθετο έργο για τους φίλους μου, που τραγουδούσαν τότε τα πρώτα μου τραγούδια σε εκδρομές και καντάδες κάτω από τα παράθυρα των αγαπημένων μας κοριτσιών…


 
Το Τροπάριο της Κασσιανής σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Χορωδιακό-Εκκλησιαστικό έργο για τετράφωνη μικτή χορωδία και ορχήστρα. Σολίστ: Κυριάκος Καλαϊτζίδης.
___________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου