Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

«Τι γίνηκε η Άννα;», Μ. Καραγάτσης, Η πλάνη του έρωτα



Ο αριστοκρατικός κύκλος της πόλης, η νεολαία, η ορχήστρα .......

Σε κάποια επαρχιακή πόλη, χωμένη στο μυχό ενός γραφικού μυθολογικού κόλπου, γίνηκε αυτή η ιστορία. Δεν την πήρε κανείς από τούς ταχτικούς θαμώνες της Διακοσμητικής χαμπάρι. Μα εγώ την ξέρω, και έχω λόγους να την ξέρω. Άλλωστε τα ασήμαντα αυτά γεγονότα γίνηκαν τόσο κοντά μου, ώστε μπορώ να πω, ότι μ’ ετύλιξαν μέσα στον κύκλο της εξέλιξής των.

Το πιο αριστοκρατικό κέντρο της πόλης είναι η Διακοσμητική. Έτσι λέγεται ένας όμορφος κήπος, που είναι δίπλα στην ήμερη θάλασσα. Το απόγεμα πηγαίνει αρκετός κόσμος. Μα το βράδυ μόνο καμιά τριανταριά άνθρωποι — οι αριστοκράτες της επαρχίας— καθισμέ­νοι ακούν με κατάνυξη τη μουσική. 


Οι κύκλοι είναι ορισμένοι. Να ο κ. νομάρχης με την παρέα του, τον μέραρχο, τον διευθυντή της Εθνικής, τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα. Κολάρα ψηλά, κα­πέλα σκληρά, μουστάκια σεβαστά. Μαζί τους είναι και μερικές κυρίες, ντυμένες άκομψα, μα φρικωδώς άκομψα. Παραπέρα η παρέα του προέδρου του εμπορικού συλλόγου. Καπαρντίνες τσαλακωμένες, παπιγιόν πε­λώρια, κολάρα μαλακά, καταζαρωμένα, ολομέταξα. 

Και κοντά στη μουσική, σε μια γωνιά, η χρυσή νεολαία, η κομψή νεολαία, σνομπ όσο δεν παίρνει και μιμητική σαν πίθηκος, ντυμένη με την τελευταία μόδα του προπέρσινου φιγουρινιού. 




Στις δέκα και μισή αρχίζει η μουσική. Διά μιας η κουβέντα παύει. Όλοι με προσοχή ακούν το μαρς, το εναρκτήριο μαρσάκι, σπεσιαλιτέ της ορχήστρας, και πρεφερέ όλων.

Ο πιανίστας ανεβοκατεβάζει βαριά τα χέρια του, θέλοντας να δώσει με το παίξιμό του την εντύπωση του περπατήματος στρατού, και κρατάει το χρόνο χτυπώ­ντας κανονικά με το δεξί του πόδι το φόρτε.

Το βιολοντσέλο σκορπάει ρυθμικά βαριούς τόνους, λες και ήταν η μπάντα της φρουράς.



Και ο βιολιστής, το δαιμόνιο αυτό της επαρχιακής πόλης, σκορπούσε δοξαριές, που έδιναν στις κυρίες το δέρμα της κότας όπως λεν στα γαλλικά μυθιστορήματα.

Σαν τελειώσει το κομμάτι όλοι χειροκροτούν, ο βιολιστής υποκλίνεται με άφατη ευγένεια, και χαμογε­λώντας κατεβαίνει από την εξέδρα.




....και η Άννα, η πλατωνική φιλενάδα των μουσικών....

Εκεί μπροστά, κάτω από ένα πελώριο ηλεκτρικό γλόμπο, γενικό εντευκτήριο των
κουνουπιών, σ’ ένα τραπεζάκι κάθεται μόνη της, πάντα μόνη της, η Άννα. 

Τι είναι η Άννα; Θεέ μου, είναι νια, μελαχρινή, νόστιμη, ορεκτική, κομψή, πετακτή, ειρωνική, με μια λέξη η ηρωίς της ιστορίας μας. Οι τρεις μουσικοί καθόσαντε στο τραπεζάκι της στα διαλείμ­ματα, και αρχίζανε μια κουβεντούλα, διακριτική, σι­γαλή, γλυκιά. Την θαύμαζαν τόσο τη μικρούλα τους την Άννα, την αγαπούσαν τόσο! Το χαμόγελό της ήταν η αχτίνα της φτωχικής καμποτίνικης ζωής τους.

Δεν ξέρω τι σχέσεις είχε μαζί τους. Μου φαίνεται ότι ο νεαρός βιολιστής είχε κάνει προόδους στη καρδιά της, αν και οι καλώς πληροφορημένοι ισχυρίζονται ότι κανείς δεν μπορεί να πει ότι της πήρε μια γλυκιά λέξη.

Η Άννα ήταν το μυστήριο της Διακοσμητικής, η επιθυμία της χρυσής νεολαίας, η Χαρά και η Ευτυχία των αγαθών μουσικών.

Και όταν ύστερα από το μαρς, το σκερτσόζο μαρσάκι, ο βιολιστής της γελούσε πάνω απ’ την εξέδρα του παίζοντας με φοβερό επαρχιακό μπρίο τη Ζιγκόρα, όλοι το βρίσκαν αυτό φυσικό, παληό και κανονικό, σαν το νόμο της βαρύτητος, και τη θεωρία της εξελίξεως. 




Ο ανατροπεύς του ισοζυγίου της φτωχικής ζυγαριάς......


Και η ζωή
 θα περνούσε πάντα η ίδια στη Διακοσμητική, αν δεν ερχόταν ο ξένος, ο ανατροπεύς αυτού του ισοζυγίου της φτωχικής ζυγαριάς της ζωής των περιπλανόμενων καμποτίνων. 

Ήταν Αθηναίος από την Αθήνα. Είχε έναν αέρα στο περπάτημά του, στο ντύσιμό του, στο δέσιμο της γραβάτας του, αλλιώτικο, που εσυγκίνησε τις κυρίες. Μόλις έφτασε αμέσως έπιασε παρέα με τη χρυσή νεολαία. Η επιρροή του ήταν φοβερή. Αμέσως τους τράβηξε από τη σκοτεινή γωνιά τους, τους έφερε στο φως, τους γέμισε φλυαρίες, αερολογίες, ιστορίες αθηναϊκές, για ντάνσινγκ, για κούρσες, για μοδιστράκια και για μεγάλες κυρίες. Τα έλεγε αυτά τόσο εύθυμα, τόσο αδιάφορα, τόσο αληθοφανή, που όλοι τον συμπάθησαν, τον εξετίμησαν και τον εθαύμασαν. 


Στην Πλατεία Συντάγματος (1926) 


Σαν βαρέθηκε μιλώντας, άρχισε να κάνει κριτική του περιβάλλοντος. Θεέ μου! Τι ειρωνεία!

Ακόμα Τροβατόρε παίζει η Μουσική εδώ πέρα;


Αυτός ο τύπος συνταξιούχου κουρελή είναι ο νομάρχης; Μα είναι η προσωποποίηση του κράτους που αντιπροσωπεύει. 

Και αυτός ο Διευθυντής της Εθνικής; Μα είναι ντυμένος σαν εισπράκτωρ λεωφορείου! 

Και αυτή η μικρούλα μόνη της ποια είναι; Έχει δυο μικρά ματάκια πονηρά πολύ περίεργα. Η εξήγηση που του δώσαν τον έκανε να σκάσει από τα γέλια. Η πλατωνική φιλενάδα των μουσικών. 

— Και δεν βγαίνει τίποτα;... ρώτησε κλείνοντας το μάτι.

Όλοι μείναν έκπληχτοι. Η Άννα; Α μπα! Ούτε κατά φαντασίαν. Ο Αθηναίος πήρε ένα ύφος κούφο.

— Έτσι λέτε; Ει μη τον δάκτυλον θέσω επί τον τύπον των ήλων ουκ αν πιστεύσω!

Και έστησε αμέσως τις μπατερίες του. 




Τι γίνηκε η Άννα; 


Η χρυσή νεολαία, σκανδαλισμένη, παρακολουθούσε την ιστορία. Η ορχήστρα δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Οι μελωδίες του Ριγολέττου συγκινούσαν τους γέρους υπαλλήλους, όπως πάντα, και τα γκαρσόνια κοιμόσαντε ορθά.

Πώς εξελίχτηκαν έτσι τα γεγονότα; Κανείς δεν μπορεί να το πει. Ένα μεγάλο κενό μπερδεύει τη συνέχεια της ιστορίας. Το βέβαιο είναι ότι όταν η χρυσή νεολαία βγήκε από το καμπαρέ, όπου τελείωσε τη βραδιά της ύστερα από τη Διακοσμητική, είδε στην παραλία να περπατούν, κοντά-κοντά μιλώντας και γελώντας τον Αθηναίο και την Άννα.

Το άλλο βράδυ η νεολαία γύρισε στην ανθισμένη γωνιά της. Όλοι τους ήσαν σιωπηλοί και σκεπτικοί. Το τραπεζάκι που ήταν μπρος στην εξέδρα ήταν αδειανό.
Η ορχήστρα άρχισε. Το εναρκτήριο πεταχτό μαρσάκι. Μα τα χέρια του πιανίστα έπεφταν άτονα πάνω στα κόκκαλα, το βιολοντσέλο έβγαζε βαριούς φθόγ­γους. Όσο για το βιολί, το φτωχό βιολί, έκλαιγε με σιγανά αναφιλητά, που τα κατάπινε από τη ντροπή του.

Και η Άννα; Τι γίνηκε η Άννα;

Την είδε κάποιος εκείνο το βράδυ μέσα σε μια βάρκα να πηγαίνει προς τ’ ανοιχτά τραγουδώντας. Ήταν και ο Αθηναίος μαζί της..


Ιούλιος 1926
Μ. Καραγάτσης, Επαρχιώτικη ιστορία, Νεανικά διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας



Από τον ρομαντικό έρωτα στον πραγματικό...



Στο διήγημα, η προσωπική πλευρά της ηρωίδας είναι αθέατη και παραμένει μυστήριο. Ο λόγος του αφηγητή προβάλλει μόνο την κοινωνική όψη της ιστορίας, πιο προσιτή και κατανοητή από τον αναγνώστη, σε αντίθεση με την προσωπική που, παρά τις όποιες επεξηγήσεις, παραμένει θολή και δυσκολονόητη.

Παρά
 το κενό και τα ερωτηματικά που αφήνονται αναπάντητα, είναι ευδιάκριτη η αντίληψη του νεαρού Καραγάτση για τη διπλή φύση της γυναίκας - παράδεισος και κόλαση μαζί - η οποία βρίσκει την αντιστοιχία της στις δυο αντιθετικές μορφές του έρωτα: τον ρομαντικό ανεκπλήρωτο έρωτα ανάμεσα στους μουσικούς και την Άννα, και το ρεαλιστικό έρωτα ανάμεσα στην Άννα και τον Αθηναίο.

Η πρώτη
 μορφή του έρωτα, αγνή, γεμάτη πάθος, δεν έχει σχέση με την κατάκτηση, την ηδονή, τον αισθησιακό πόθο. Η Άννα για τους μουσικούς είναι η μούσα τους. Για τον βιολιστή, ιδίως, είναι και θα παραμείνει ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Ανεκπλήρωτος ίσως από φόβο. Φόβο να τη πλησιάσει περισσότερο ή φόβο να μη χάσει αυτή τη ρομαντική σχέση που έχει μέχρι τώρα μαζί της. Η Άννα, από τη μεριά της, σίγουρα κολακεύεται από το ενδιαφέρον των μουσικών προς αυτή. Κάθε γυναίκα έχει την ανάγκη να νιώθει ότι αγαπιέται. Το πιο πιθανό είναι να τρέφει και εκείνη στοργικά αισθήματα προς τους μουσικούς, να τους αισθάνεται φίλους της, αλλιώς δεν θα βρισκόταν κάθε βράδυ στο τραπεζάκι κοντά στην ορχήστρα.

Η
 στάση του Αθηναίου απέναντι στην Άννα αντιπροσωπεύει τη ρεαλιστική μορφή του έρωτα. Κατακτητής - θυμίζει ήρωα-εραστή ρομαντικών μυθιστορημάτων - ανώτερος κοινωνικά, με αέρα και άνεση πρωτευουσιάνου, έμπειρος ερωτικά, θέλει να δείξει τη δύναμή του απέναντι στις γυναίκες, τις οποίες ίσως στο βάθος να περιφρονεί.

Δεν πιστεύει στην ιδιότητα της Άννας ως πλατωνικής φιλενάδας των μουσικών.

Νέα,
μελαχρινή, νόστιμη, ορεκτική, κομψή, πετακτή, χαμογελαστή, με δυο μικρά ματάκια πονηρά πολύ περίεργα, που κάθε βράδυ κάθεται μόνη της στο τραπεζάκι μπροστά στην εξέδρα των μουσικών.......

Μάλλον βλέπει σ' αυτήν μια γυναίκα με ανικανοποίητους πόθους, τους οποίους είναι πρόθυμος αυτός να ικανοποιήσει. 

Ίσως να μην έχει και άδικο, αν και η Άννα, όσο κι αν μοιάζει εγκλωβισμένη στον ασφυκτικό κλοιό μιας επαρχιακής πόλης και μιας αντίστοιχα επαρχιώτικης νοοτροπίας, επιδεικνύει ελευθερία και τόλμη στη συμπεριφορά της. Το διακριτικό φλερτ με τους μουσικούς της «Διακοσμητικής» ικανοποιεί τη γυναικεία ματαιοδοξία της αλλά θα αποδειχτεί ισχνότερο από την έλξη του ξενοφερμένου πρωτευουσιάνου.

Ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους φλερτ και επιρρεπής στα σκιρτήματα της σάρκας, πέφτει εύκολα στα δίχτυα του. Ο Αθηναίος είναι για εκείνη το διαφορετικό. Ξέρει πώς να φερθεί σε μια γυναίκα, δίνοντάς της τη προσοχή που αναζητούσε, το γλυκό και συγχρόνως τρυφερό λόγο, το χάδι. Ο διακριτικός θαυμασμός, η πλατωνική αγάπη και στοργή των μουσικών δεν καταφέρνει ν' ανταγωνιστεί τα ηδονικά χάδια του Αθηναίου που ξυπνάει τα ερωτικά της ένστικτα και την κερδίζει.


Και μετά; 

Ποια είναι  η «μοίρα» της επιθυμίας στα έργα του Καραγάτση, αρχής γενομένης από το πρώτο διήγημα με το οποίο έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1927; 

Ρομαντικός, πλατωνικός,ατελέσφορος και καταδικασμένος υπήρξε ο πρώτος έρωτας του οκτάχρονου, την εποχή της Λάρισας,συγγραφέα, που αντί να ερωτευτεί τις συμμαθήτριές του, αγάπησε τη δασκάλα του», την «Κυρία Νίτσα»

«Η πρώτη μου αγάπη ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ….. Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια»

Ήδη, λοιπόν, από το πρώτο του διήγημα, μοίρα της επιθυμίας στον Καραγάτση είναι να σκοτώνει το αντικείμενό της, ώστε αυτή, και διά της γραφής, να διαιωνιστεί.

Ίσως
 με τον ίδιο τρόπο να εξέπνευσε και ο «έρωτας» του Αθηναίου για την Άννα, όταν η «ηρωίς της ιστορίας» ενέδωσε στην πολιορκία, «το μυστήριο της Διακοσμητικής» διελευκάνθη και η «εκπόρθησις» του κάστρου αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση για τον έμπειρο «εκ πρωτευούσης» πολιορκητή.

Antonio Mora, "Bye" 

Η πλάνη του έρωτα

Ο
 έρωτας, για τον νεαρό Καραγάτση, είναι μια πλάνη, η οποία συνίσταται σε μια εξιδανίκευση της libido. Η σαρκική έλξη  είναι εκείνη που προκαλεί την αυταπάτη του έρωτα.

Η ιδέα
 αυτή διαφαίνεται και στο διήγημα [Δύο έρωτες] γραμμένο το 1928.  Ο αφηγητής αναγνωρίζει ότι η αγάπη της γυναίκας ικανοποιεί μόνο τον εγωισμό του και τα σαρκικά του ένστικτα. Αν και έχει αφιερωθεί μόνο σε μια γυναίκα δεν αισθάνεται ότι αγαπάει. Αιτία αυτής της αδυναμίας του να αγαπήσει είναι σύμφωνα με εκείνον η «έκφυλη πείρα» του. Βαθιά μέσα του ελπίζει ότι στο μέλλον θα βρεθεί η γυναίκα μαζί με την οποία θα νιώσει «κάτι πιο λεπτό και πιο βέβαιο». Η πείρα του όμως τον έχει κάνει τόσο δύσπιστο ώστε να γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να του συμβεί και ότι υπάρχει μόνο στην φαντασία του.

Στο «Χειμέριο», θεατρικό μονόπρακτο γραμμένο το 1925, ο νεαρός Καραγάτσης πραγματεύεται επίσης την πλάνη του Έρωτα. Ο ήρωας - αστός όπως ο Αθηναίος της «Επαρχιώτικης ιστορίας» - ποιητής και συγγραφέας όμως αυτός, είναι νέος, ωραίος, επιτυχημένος αλλά τρομερά επιπόλαιος με τις γυναίκες. Συναναστρέφεται με πολλές, όλες κενόδοξες και άπληστες, ζητώντας την ηδονή και προσφέροντας ως αντάλλαγμα ακριβά δώρα. Αφήνει το έργο του έρωτα στη δικαιοδοσία της σάρκας, περισσότερο ως λύση ανάγκης παρά ως μια εξ αρχής εκούσια επιλογή και σταθερή απόφαση. Η ανάγκη της ψυχής ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί παραμένει ζωντανή και ανικανοποίητη.


ΠΗΓΕΣ

  • Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εισαγωγή στην έκδοση της Εστίας 
  • Axiotidou Evangelia,  Η γυναίκα, ο έρωτας και η πλάνη του, στα Νεανικά Διηγήματα του Μ. Καραγάτση, UNIVERSITEIT VAN  AMSTERDAM ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου