Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Η ριζωμένη στον Ιερό βράχο γυναίκα, το κουβάρι, ο Camus....

O Ροζέ Μιλλιέξ και ο Αλμπέρ Καμύ με τη Λητώ Κατακουζηνού στην Αθήνα (Απρίλιος 1955)

Στα ριζά της Ακρόπολης....

[...] πήραμε αριστερά την ανηφοριά να μπούμε στης Πλάκας τα στενά, που εκείνος τόσο πολύ αγαπούσε. Στα ριζά της Ακρόπολης μια πόρτα ανοιχτή τράβηξε την προσοχή μας. Σταθήκαμε να ρίξουμε μια ματιά. Αυλή ασβεστωμένη, πολύχρωμες γλάστρες με βασιλικά, μπιγκόνιες και γεράνια ολούθε, η κληματαριά, και μια φιγούρα αυστηρή, μια γυναίκα στα μαύρα καθιστή να τυλίγει ήρεμα το κουβάρι. Το νήμα της περασμένο γύρω τριγύρω στην πλάτη μιας καρέκλας.

Αναφιώτικα, 1940

Ο Camus απλά και φυσικά, σα να ’μπαινε μέσα στο σπίτι του, δρασκέλισε το κατώφλι, προχώρησε, χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού, έβγαλε προσεκτικά το νήμα απ’ την καρέκλα, το πέρασε στα δικά του χέρια και τα τέντωσε σοβαρός προς τη γυναίκα. Παραξενεμένη εκείνη στήλωσε τα πελώρια μάτια της απάνω του, τον περιεργάστηκε για λίγο, το πρόσωπό της σα να μαλάκωσε, σα να γλύκανε κάπως, κι ύστερα: «Κάθισε» του είπε απλά και του ’δειξε το κάθισμα. Κι αρχίνησε πάλι να τυλίγει ήρεμη το κουβάρι της, και ο Camus με κινήσεις ανάλογες να τη βοηθάει.

Φωτογραφία του Αυστριακού φωτογράφου Erich Lessing (Κρήτη 1955) 

Μάνα και γιος στην αυλή τους.....

Καθισμένοι χάμω στο σκαλί της πόρτας, βουβοί από συγκίνηση, παρατηρούσαμε τούτη την απίθανη, τη μοναδική, την ασύλληπτη εικόνα, να την κρατήσουμε βαθιά μέσα μας, να τη λογιόμαστε πάντα. Η γυναίκα να τυλίγει με τέχνη και σιγουριά το κουβάρι της και ο Camus να κινεί τα χέρια του μια πάνω, μια κάτω, ρυθμικά, μισοκυκλικά, οι κινήσεις τους απόλυτα συνταιριασμένες. Η ριζωμένη στον Ιερό Βράχο γυναικεία μορφή και το πιο φωτεινό πνεύμα της Γαλλίας, σε αρμονικό σύμπλεγμα. Μάνα και γιος στην αυλή τους.

«Φτάνει πια βράδιασε, ευχαριστώ» κι η γυναίκα πήρε από τον συνεπαρμένο κι άλαλο Camus το νήμα της. «Αύριο πάλι. Αν το θέτε καλώς να ορίσετε. Εδώ θα ’μαι. Μπάτε τώρα κι εσείς να πιείτε ένα νεράκι» μας προσκάλεσε, κι έβγαλε κι άλλα καθίσματα έξω. 'Όσο να καλοκαθίσουμε παρουσιάστηκε στητή, αρχοντική μ’ ένα δίσκο στο χέρι, να μας προσφέρει γλυκό του κουταλιού και φρέσκο νεράκι απ’ το κανάτι. 


«Θέτε να σας ψήσω και καφέ;» «Όχι, ευχαριστούμε, πρέπει να πηγαίνουμε τώρα, είναι αργά», και σηκωθήκαμε.

«Για δε μιλάει ο φίλος σας; άχνα δεν έβγαλε απ’ το στόμα του, αλαφροίσκιωτος είναι;» «Όχι, όχι, αλλά να, κάπου κάπου το συνηθίζει, είναι ξέρετε συγγραφέας». «Ας είναι, καλός άνθρωπος φαίνεται, κι ευγενικός».

«Ελάτε Albert φεύγουμε» και τον σκουντήσαμε ελαφρά.

Ο Camus με μια έκφραση αλλοτινή σηκώθηκε σαν αυτόματο, υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στη γυναίκα, πήγε να της φιλήσει το χέρι, μα εκείνη το τράβηξε. 


«Δέσποτας είμαι μαθές και με προσκυνάς; μπα σε καλό σου παλικάρι μου!» κι ένα χαμόγελο φώτισε για πρώτη φορά το κλειστό πρόσωπό της. 

«Ευχαριστώ που με συντροφέψατε. Νάστε καλά, καλή στράτα παιδιά μου» και μας ξεπροβόδισε στην πόρτα της. «Αύριο πάλι».


Ο Παρθενώνας (1862) μέσα από τον φακό του Jakob August Lorent 

...από τον Παρθενώνα ξετυλίγεται το νήμα. Και δε θα σταματήσει ποτέ.

Κατηφορίζαμε σιωπηλοί, έτσι σα να μας είχε αγγίξει αερικό. Πάνωθέ μας στο βαθυγάλανο ουρανό, το νέο φεγγαράκι φώτιζε γλυκά κι απόκοσμα τα στενά δρομάκια κι η Αθήνα στα πόδια μας σιγότρεμε λαμπυριστή στο ελαφρό βοριαδάκι. Ονειροπαρμένοι όπως ήμαστε χαθήκαμε, περιπλανηθήκαμε, μπερδευτήκαμε στ’ απόμερα δρομάκια, βρεθήκαμε σ’ αδιέξοδα, δίχως ν’ ανταμώνουμε ψυχή, λες και δεν κατοικούσε κανείς εδώ ψηλά στ' Αναφιώτικα. Αποσταμένοι πια, καθίσαμε σ’ ένα πεζούλι να συνεφέρουμε κομμάτι. Κι εκεί δανά ο Camus μίλησε.

«Τούτη η γυναίκα, η μοναδική, η παντοτινή, είναι η Ελλάδα. Είναι η παράδοση. Και το κουβάρι της είναι ο χρόνος, η μοίρα, το ριζικό της. Πέρα από καταστροφές και συφορές, μακριά απ’ το θόρυβο της μηχανής, η γυναίκα τυλίγει γαλήνια το κουβάρι της». 

Και ξαφνικά με πάθος στη φωνή: «Πρωτύτερα όπως καθόμουνα αντικριστά της, να θωρώ την Ακρόπολη πάνω απ’ το κεφάλι της, πιστέψτε με το 'νιωσα πολύ έντονα, το αισθάνθηκα βαθιά μέσα μου, το είδα καθαρά. Το νήμα που κρατούσα στα χέρια μου ερχόταν από κει ψηλά. Τυλιγμένο γύρω στις Δωρικές κολόνες, κατέβαινε γραμμή στη γυναίκα, κι εγώ να βρίσκομαι για πάντα δεμένος μαζί. Ναι, από κει ψηλά, από τον Παρθενώνα ξετυλίγεται το νήμα. Και δε θα σταματήσει ποτέ. Η γυναίκα το είπε καθαρά. «Αύριο πάλι».

Λητώ Κατακουζηνού, Συντροφιά με τον Albert Camus, εκδόσεις Ερμείας, δεύτερη έκδοση 1981


Roger Milliex, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Albert Camus στο ναό της Αφαίας.

Συντροφιά με τον Albert Camus

Το 1955 ο Αλμπέρ Καμύ έρχεται για δεύτερη φορά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση που δέχτηκε από το γαλλικό ινστιτούτο της Αθήνας.

Είναι 42 χρονών και παίρνει μέρος ως κεντρικός ομιλητής σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Καμύ φιλοξενείται στο σπίτι του μεγάλου διανοούμενου και ψυχολόγου, Άγγελου Κατακουζηνού.

Το σπίτι του Κατακουζηνού γίνεται το ιδανικό σκηνικό ενός «γαλλικού» κύκλου Ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από τον Καμύ. Σε εκείνο το αθηναϊκό σπίτι της Λεωφόρου Αμαλίας 4, το γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, ο γάλλος συγγραφέας θα χτίσει στενές φιλίες, ενώ ολόκληρη η εμπειρία της συγκατοίκησης μαζί του θα αποτελέσει το υλικό ενός βιβλίου που θα εκδώσει η σύζυγος του Άγγελου Κατακουζηνού, Λητώ το 1960.


Το τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα ήταν τον Ιούνιο του 1959, δυο χρόνια αφού είχε πάρει το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας και έναν χρόνο προτού γνωρίσει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα «το πιο παράλογο θάνατο». Τον Ιανουάριο του 1960, θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο εκδότης και φίλος του Michel Gallimard.Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Σ’ ένα χωράφι βρέθηκε το ρολόι του ταμπλό, σταματημένο στις 2 παρά 5 το μεσημέρι. Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα.

Albert Camus, Michel Gallimard (1958) στην Ελλάδα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου