Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

«Ένας γέροντας, πιο σοφός και απροσδόκητος Μπουκόβσκι..»

Charles Bukowski by Alexey Kurbatov (Portraits in Graphic Arts )

Αντί να «αποχαιρετήσει», κραδαίνει την πένα του.....

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μετά την υπόδειξη του φίλου και εκδότη του Τζων Μάρτιν, αποφάσισε να κρατά ημερολογιακές σημειώσεις, ξεκινώντας στα τέλη Αυγούστου του 1991. Ο Μπουκόβσκι ήταν πια εβδομήντα ενός ετών, καταξιωμένος λογοτέχνης και πασίγνωστος ως σαρωτικός flaneur των στενοσόκακων της Αμερικής. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Μπουκόβσκι εξηγεί ανοιχτά πως το γράψιμό του ήταν πράγματι αδιαχώριστο από την καθημερινή του ζωή.

Ο Μπουκόβσκι, όντας νεότερος, προτιμούσε να καταφεύγει στα μπαρ, και γερνώντας, στα διαζώματα του ιπποδρόμου. Ο συγγραφέας ανέκαθεν αναζητούσε την ευκαιρία να μιλήσει για την ιδιότυπη σχέση του με τον ιππόδρομο και τις ώρες που περνούσε εκεί μέσα ποντάροντας και αναλύοντας αποτελέσματα. Για τον Μπουκόβσκι υπήρχαν ώρες που έπρεπε να «σκοτωθούν» να ποδοπατηθούν μήπως και συντομεύσουν ώστε να έρθουν οι σπουδαίες, οι υπέροχες ώρες που καθόταν μπροστά στην γραφομηχανή. Στην πραγματικότητα, ο ιππόδρομος δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ίδιο, ήταν όμως η καλύτερη λύση γι’ αυτόν από το να τριγυρίζει στα μέρη που μπορούσαν όλοι να τον δουν, στα cafes όπου σύχναζαν ομότεχνοί του, ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σύγχρονου αμερικανικού αστικού τοπίου που τρόμαζε και δημιουργούσε παθολογική ανασφάλεια στον ίδιο.

Ο Μπουκόβσκι πίστευε, όπως κάθε πραγματικός συγγραφέας, πως εφόσον έρχεσαι αντιμέτωπος με την ανθρωπότητα οφείλεις να αντιδράσεις, για καλό δικό σου και δικό της. Οι κοινωνίες όλο και περισσότερο γίνονται μία διαρκής επίδειξη ανοησίας, φρίκης. Πραγματικοί συγγραφείς ή ποιητές που να συντελούν ή να συμμετέχουν σ’ αυτή την πομπή δεν υπάρχουν.

Ο γνήσιος δημιουργός διατηρείται ακολουθώντας τις ορμέμφυτες επιλογές του, οι οποίες και δίνουν τροφή στον ίδιο και στο έργο του. Οι επιλογές αυτές ποικίλλουν για τον καθένα και συνήθως δεν αλλάζουν εύκολα. Για τον Μπουκόβσκι μία τέτοια επιλογή ήταν ο αλκοολισμός. Πίνοντας στα όρια της παραφροσύνης, η αχαλίνωτη μέθη τον ώθησε να απαλλαγεί βιαίως από το καβούκι του και του προσέφερε εκείνη την διέγερση που χρειαζόταν για να δημιουργήσει.

Στο παρόν βιβλίο ο αναγνώστης θα διαβάσει έναν γέροντα, πιο σοφό και απροσδόκητο Μπουκόβσκι, «Οι λέξεις έγιναν απλούστερες μα πιο θερμές, πιο σκοτεινές... το πλησίασμα στον θάνατο δημιουργεί εγρήγορση». Εδώ η γραφή έχει σχεδόν απαρνηθεί κάθε στατική «λογοτεχνική» ιδιότητα, οι λέξεις κυλούν γνωρίζοντας πως οι μεγάλες αλήθειες έχουν ειπωθεί προ πολλού από παλιότερους συγγραφείς. Πράγμα που έπραξε από πιο νεαρή ηλικία, με τη δική του παραδομένη ευθύνη και ο Μπουκόβσκι. 


Τότε ποιος ο λόγος, θα αναρωτηθεί κανείς, να γραφτεί και να διαβαστεί από κάποιον αυτό το βιβλίο; Η απάντηση είναι απλή, ο Μπουκόβσκι γνωρίζοντας πως δεν του απομένουν πολλά χρόνια ζωής ακόμη, αντί να «αποχαιρετήσει», κραδαίνει την πένα του προειδοποιώντας πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έπεται συνέχεια, «συγγνώμη..., είστε ο Τσαρλς Μπουκόβσκι»; ρωτά κάποιος τον συγγραφέα μέσα στο βιβλίο, και ο Μπουκόβσκι απαντά «όχι, ο Κάρολος Δαρβίνος».

Πρόκειται για μία τρομερή ανάθεση, κάποιος ή κάποιοι οφείλουν μετά απ’ αυτόν να αναλάβουν πραγματική συγγραφική δράση. Ο Μπουκόβσκι συμβουλεύει σε πολλά σημεία του βιβλίου. Εξάλλου όλα τα αληθινά βιβλία είναι σκυτάλες, κι αυτό εδώ δεν πάει πίσω. Ο συγγραφέας, δακτυλογραφώντας πλέον στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή, με αφορμή την απέριττη καταγραφή της καθημερινότητας, ραφινάρει τη ζήση και τη μωρία της ανθρωπότητας: «Είμαστε τρομοκρατημένοι και τελειωμένοι από τα τετριμμένα, μας καταβροχθίζει το τίποτα».

Όπως μέσα σε κάθε άλλο από τα βιβλία του, έτσι κι εδώ, ο Μπουκόβσκι επιμένει πως η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να σωθεί αν δεν δοκιμάσει να ορθώσει το υπαρξιακό της ανάστημα. Όλα τα άλλα είναι δύστυχες φαντασίες.

Και μέσα σε όλα αυτά, στο περιθώριο μιας ακαταπόνητα δημιουργικής ζωής, το γνωρίζει και ο ίδιος καλά: «η επόμενη αράδα βρίσκεται πάντα εκεί και ίσως να είναι η αράδα που κάνει τελικά την διαφορά, που λέει την αλήθεια».


Αθήνα 2007                               Γιάννης Λειβαδάς


..όσο πιο πολύ γερνάω τόσο πιο πολύ γράφω, χορεύοντας με τον θάνατο

29/8/91   10:55 π.μ

[.....] Τι διάολο, χρειαζόμαστε χιούμορ, έχουμε ανάγκη το γέλιο. Κάποτε συνήθιζα να γελάω περισσότερο, συνήθιζα να κάνω οτιδήποτε περισσότερο, εκτός από το να γράφω. Τώρα, γράφω και γράφω και γράφω, όσο πιο πολύ γερνάω τόσο πιο πολύ γράφω, χορεύοντας με τον θάνατο. Ωραίο θέαμα. 

Και έχω τη γνώμη ότι το περιεχόμενο είναι καλό. Κάποια μέρα θα που, «ο Μπουκόβσκι είναι νεκρός», και τότε θα με ανακαλύψουν στ’ αλήθεια και θα με αναρτήσουν σε βρομερές φωτεινές κολόνες. Και τι μ’ αυτό; Η αθανασία είναι ηλίθια επινόηση των ζωντανών.


Οι φιλόσοφοι, μυστήριοι, αστείοι ξέφρενοι τύποι, παίχτες

11/9/91     1:20 μ.μ.

[......] Έχω διαβάσει τους φιλοσόφους. Είναι πράγματι μυστήριοι, αστείοι ξέφρενοι τύποι, παίχτες. 

Ο Ντεκάρτ ήρθε και δήλωσε, ότι αυτοί οι τύποι έλεγαν απλώς μαλακίες. Είπε ότι τα μαθηματικά ήταν το μοντέλο της απόλυτης αυταπόδεικτης αλήθειας. Ο Μηχανισμός. Ύστερα ήρθε ο Χιουμ με την επίθεσή του στην ισχύ της επιστημονικής αιτιολογικής γνώσης. Και ύστερα ήρθε ο Κίρκεγκορ: «Θέτω το δάχτυλό μου εντός της υπάρξεως — μυρωδιά δεν έχει. Πού βρίσκομαι»; Και μετά ήρθε ο Σαρτρ ο οποίος ισχυριζόταν πως η ύπαρξη ήταν παράλογη. 

Μ’ αρέσουν αυτοί οι τύποι. Ταρακούνησαν τον κόσμο. Δεν τους έπιανε πονοκέφαλος με τόση σκέψη; Δεν πέρασε ένας βρυχηθμός σκοτοδίνης μέσα από τα δόντια τους; Όταν παίρνεις ανθρώπους σαν αυτούς και τους συγκρίνεις με τους ανθρώπους που βλέπω να περπατούν στον δρόμο ή να τρώνε στις καφετέριες ή να εμφανίζονται στην οθόνη της τηλεόρασης η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που κάτι σπάζει μέσα μου, κάτι κλωτσάει το στομάχι μου.


Κουβαλάω τον θάνατο στην αριστερή μου τσέπη

12/9/91        11:19 π.μ.

[.......] Οι περισσότεροι δεν είναι έτοιμοι για τον θάνατο, τον δικό τους ή κάποιων άλλων. Τους σοκάρει, τους τρομοκρατεί. Μοιάζει με τρομερή έκπληξη. Στο διάολο όμως, ποτέ δεν θα είναι. Κουβαλάω τον θάνατο στην αριστερή μου τσέπη. Καμιά φορά τον βγάζω έξω και του μιλάω: «Γεια σου δικέ μου, πώς είσαι; Πότε θα έρθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος».

Δεν υπάρχει πια τίποτα για να θρηνήσεις σχετικό με τον θάνατο όσο να θρηνήσεις για την ανάπτυξη ενός λουλουδιού. Αυτό που είναι τρομερό δεν είναι ο θάνατος μα οι ζωές που ζουν οι άνθρωποι ή δε ζουν μέχρι να πεθάνουν. Δεν τιμούν τις ζωές τους, τις έχουν για πέταμα. Τις ξεχέζουν. Οι χαζομαλάκες. Είναι τόσο πολύ συγκεντρωμένοι στο γαμήσι, στον κινηματογράφο, στα λεφτά, στην οικογένεια, στο γαμήσι. Τα μυαλά τους έχουν γίνει λαπάς. Καταπίνουν τον Θεό δίχως σκέψη, καταπίνουν την χώρα δίχως σκέψη. Σύντομα ξεχνούν πώς σκέφτεται κανείς, αφήνουν άλλους να σκέφτονται για εκείνους. Οι εγκέφαλοί τους έχουν παπαριάσει. Είναι άσχημοι, μιλούν άσχημα, άσχημα περπατούν. Τους δίνεις την καλύτερη μουσική στους αιώνες και δεν είναι σε θέση να την ακούσουν. Οι θάνατοι των περισσότερων ανθρώπων είναι απάτη. Δεν έχει απομείνει τίποτα για να πεθάνει.


Δεν είναι ο πόνος που δημιουργεί την γραφή, ο συγγραφέας είναι

Κ
άποια μέρα θα ξέρω περισσότερα για τους υπολογιστές απ’ όσο οι υπολογιστές οι ίδιοι. Επί του παρόντος όμως αυτό το μηχάνημα το εχω πραγματικά ανάγκη.

Γνωρίζω δύο εκδότες που ενοχλούνται υπερβολικά με τους υπολογιστές. Έλαβα αυτά τα δύο γράμματα που καταφέρονται ενάντια στους υπολογιστές. Ξαφνιάστηκα πράγματι με το πόσο πικρόχολα ήταν τα γράμματα. Και από την αφέλεια. Έχω απόλυτη γνώση ότι ο υπολογιστής δεν μπορεί να γράψει αντί για μένα. Αν μπορούσε, δεν θα τον ήθελα. Και οι δυο τους το παρατράβηξαν. Το συμπέρασμα ήταν πως ο υπολογιστής κάνει κακό στην ψυχή. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα πράγματα κάνουν καλό στην ψυχή. Μα είμαι υπέρ της διευκόλυνσης, αν μπορώ να γράφω στο διπλάσιο και η ποιότητα παραμένει ίδια, τότε προτιμώ τον υπολογιστή. Το γράψιμο είναι όταν πετάω, το γράψιμο είναι όταν βάζω φωτιές. Το γράψιμο είναι όταν βγάζω τον θάνατο από την αριστερή μου τσέπη, τον πετάω στον τοίχο και τον ξαναπιάνω καθώς αναπηδάει.

Αυτοί οι τύποι πιστεύουν πως οφείλεις να βρίσκεσαι πάνω στον σταυρό και να ματώνεις για να έχεις ψυχή. Σε θέλουν μισότρελο, να τρέχουν τα σάλια σου πάνω στο πουκάμισο. Χόρτασα πάνω στον σταυρό, αποταμίευσα κι όλας. Ακόμη κι αν μένω μακριά απ’ τον σταυρό, και πάλι έχω πολλά να εξιστορήσω. Πάρα πολλά. Άφησε να ανεβούν εκείνοι στον σταυρό, θα τους συγχαρώ. Δεν είναι ο πόνος όμως που δημιουργεί την γραφή, ο συγγραφέας είναι.

Charles Bukowski illustration portrait by Stavros Damos

Να είσαι μόνος μα όχι εντελώς μόνος.....

13/9/91      5:28 μ.μ.

Είναι μεγάλος μπελάς να γερνάς.
Το βασικότερο όλων είναι πως πρέπει να λες διαρκώς στον εαυτό σου, γέρασα, είμαι γέρος. Κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη την ώρα που κατεβαίνεις τις κυλιόμενες σκάλες μα δεν κοιτάς απ’ ευθείας στον καθρέφτη, ρίχνεις μια πλάγια φευγαλέα ματιά, χαμογελάς με επιφύλαξη. Δεν δείχνεις και τόσο χάλια, μοιάζεις κάπως σαν σκονισμένο κερί. Την έχεις άσχημα, γάμησε τους θεούς, γάμησε και τον τζόγο. Έπρεπε να είχες πεθάνει πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Πρόκειται για μία έξτρα παράταση, κι άλλες κορυφώσεις στο θρίλερ.

Όσο πιο γέρος είναι ένας συγγραφέας τόσο πιο καλά πρέπει να γράφει, έχει δει πολλά, έχει αντέξει πολλά, έχει χάσει πολλά, βρίσκεται πιο κοντά στον θάνατο. Ο τελευταίος είναι το σπουδαιότερο προσόν. Και πάντα υπάρχει η καινούργια σελίδα, Α4. Το παιχνίδι παίζεται ακόμα.

Τότε θυμάσαι πάντοτε ένα ή δύο πράγματα που είπαν οι άλλοι παίχτες. Ο Τζέφφερς: «Να δείχνεις την οργή σου στον ήλιο». Πόσο υπέροχο. Ή ο Σαρτρ: «Κόλαση είναι οι άλλοι». Ακρίβεια και ευστοχία. Δεν είμαι ποτέ μόνος. Το καλύτερο όλων είναι να είσαι μόνος μα όχι εντελώς μόνος. [.....]

Μέσα μου υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω. Δεν υπάρχει ούτε μία φορά που να μην οδηγώ πάνω στη γέφυρα και να μην σκεφτώ την αυτοκτονία. Δεν γίνεται να κοιτάξω μία λίμνη ή τον ωκεανό και να μην περάσει απ’ το μυαλό μου η αυτοκτονία. Και τι εννοώ, δεν κολλάω σ’ αυτό. Αλλά περνάει μπροστά μου σαν αστραπή: ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ. Σαν ένα περαστικό φως. Μέσα στο σκοτάδι. Σου δίνει μια αίσθηση διαφυγής που σε κάνει να αντέχεις. Το καταλαβαίνεις; Αλλιώς θα ήταν σκέτη τρέλα. Κι αυτό δεν είναι διόλου αστείο, φιλαράκο. 

Και κάθε φορά που καταφέρνω να γράψω ένα καλό ποίημα, αυτό είναι άλλο ένα στήριγμα που με βοηθά να συνεχίσω. Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι, αλλά εγώ όταν σκύβω το πρωί να βάλω τα παπούτσια μου, σκέφτομαι, Χριστέ μου, και τώρα τι; Η ζωή μ’ έχει τσακίσει, δεν τα πάμε καλά μαζί. Χρειάζεται να την ζω κομμάτι-κομμάτι, ποτέ ολόκληρη. Είναι σαν να καταπίνω κουβάδες με σκατά. 

Ποτέ δεν εκπλήσσομαι που οι φυλακές και τα τρελοκομεία είναι γεμάτα και που είναι και οι δρόμοι γεμάτοι επίσης. Μου αρέσει να φροντίζω τις γάτες μου, με κάνουν να ηρεμώ. Με κάνουν να νιώθω καλά. Μη με βάλεις σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο με ανθρώπους. Ποτέ να μην το κάνεις αυτό. Ειδικά αν είναι σε διακοπές. Μην το κάνεις.


21/9/91    9:27 μ.μ.

Νομίζω ότι είμαι πολύ μαθημένος να κάθομαι σε ένα μικρό δωμάτιο και να βάζω τις λέξεις να κάνουν διάφορα πράγματα. Έχω χορτάσει την ανθρωπότητα στους ιπποδρόμους, στα σούπερ μάρκετ, στα βενζινάδικα, στις εθνικές, στις καφετέριες, κ.τ.λ. Δεν υπάρχει σωτηρία.

Αλλά νιώθω λες και στραπατσάρω τον εαυτό μου κάθε φορά που πηγαίνω σε μαζώξεις, ακόμη κι όταν τα ποτά είναι δωρεάν. Ποτέ δεν μου πηγαίνει καλά. Έχω χορτάσει από τέτοια. Οι άνθρωποι με κάνουν να νιώθω κενός. Πρέπει να φύγω μακριά για να νιώσω ξανά γεμάτος.

Firing up the Mac, San Pedro, early 1990s

Δεν υπάρχει χασούρα στην γραφή...


26/9/91       12:16 μ.μ.


Κ
άθε καινούργια αράδα είναι ένα ξεκίνημα και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με κάθε άλλη από τις προηγούμενες. Όλοι ξεκινάμε κάθε φορά από την αρχή. Και, φυσικά, όλο αυτό δεν είναι και καμία ιερή πράξη. Η ανθρωπότητα μπορεί να ζήσει πιο άνετα δίχως την γραφή παρά δίχως υδραυλικούς. Και ορισμένα μέρη στον κόσμο έχουν ελάχιστο κι απ’ τα δυο. Φυσικά, θα προτιμούσα να ζήσω δίχως τα υδραυλικά μα είμαι κολλημένος με την γραφή.

Δεν υπάρχει τίποτα να σταματήσει έναν άνθρωπο από το να γράφει παρεκτός κι αν ο ίδιος πάψει. Αν ένας άνθρωπος επιθυμεί στ’ αλήθεια να γράψει, τότε θα γράψει. Η απόρριψη και ο εμπαιγμός το μόνο που θα κάνουν είναι να τον εμψυχώσουν. Και όσο περισσότερο περιορίζεται τόσο πιο δυνατός γίνεται, σαν ένας όγκος από κύματα που υψώνονται ενάντια σ’ ένα φράγμα. 

Δεν υπάρχει χασούρα στην γραφή· θα σε κάνει ακόμη και στον ύπνο σου να σκας απ’ τα γέλια· θα σε κάνει να βαδίζεις σαν τίγρη· θα πυρώσει το βλέμμα και θα σε φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θάνατο. Θα πεθάνεις σαν μαχητής, θα σε τιμήσουν στην κόλαση. Η τύχη των λέξεων. Τράβα μαζί τους, γράψ’ τες. Γίνε ο Παλιάτσος στο Σκοτάδι. Είναι αστείο. Έχει πλάκα. Άλλη μια καινούργια αράδα...

Preparing for a nap in a Jewish cemetery, 1970s

30/9/91    11:36 π.μ.

Γνωρίζω πως πρόκειται σύντομα να πεθάνω και μου φαίνεται πολύ παράξενο. Είμαι εγωιστής, θα ήθελα απλά να συνεχίσω να γράφω. Μου φέρνει ευεξία, με εκτινάσσει στον χρυσό αέρα. Αλλά στ’ αλήθεια, για πόσο ακόμα θα συνεχίζω να γράφω; Δεν είναι σωστό που συνεχίζω. Στο διάολο, όπως και να ’χει το πράγμα ο θάνατος είναι η βενζίνη στο ντεπόζιτο. Τον χρειαζόμαστε. Εγώ τον χρειάζομαι. Τον χρειάζεσαι εσύ. Γεμίζουμε τον κόσμο σκουπίδια αν αργούμε να πεθάνουμε.

9/10/91    12:07 μ.μ.

[....] Κανονικά έπρεπε να έχω πεθάνει. πρόκειται να πεθάνω. Δεν τρέχει και τίποτα, σαν το σκέφτομαι. Ήμουν μια μυστήρια και άξεστη ύπαρξη, κυρίως απαίσια, εντελώς ταλαίπωρη. Αλλά πιστεύω πως ο τρόπος με τον οποίο συγκρούστηκα με την ασχήμια έκανε την διαφορά.


Εδώ είναι το σήμερα και το σήμερα και το σήμερα....

22/11/91     12:26 μ.μ.

Τελικά, το 71ο μου έτος ήταν φοβερά παραγωγικό έτος. [....] Το κρασί γίνεται καλύτερο αν ωριμάσει προσεκτικά.

Δεν ανταγωνίζομαι κανέναν, δεν σκέφτομαι την αθανασία, δεν δίνω δυάρα γι’ αυτήν. Το παν είναι η ΔΡΑΣΗ όσο είσαι ζωντανός. Οι πύλες ανοίγουν μ’ ένα τίναγμα μέσα στο φως του ήλιου, τα άλογα τινάζονται μέσα στο φως, όλοι οι αναβάτες, μικρόσωμοι άφοβοι δαίμονες μες στις μεταξωτές τους στολές, τα δίνουν όλα, τα καταφέρνουν. Η δόξα βρίσκεται στο θάρρος και στην κίνηση. Στο διάολο ο θάνατος. Εδώ είναι το σήμερα και το σήμερα και το σήμερα. Ναι.

9/12/91       1:18 μ. μ.

Είμαστε σαν από χαρτί. Υπάρχουμε από τύχη επί ποσοστών, προσωρινά. Κι αυτό είναι το καλύτερο σημείο και το χειρότερο, ο χρονικός παράγοντας. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Μπορείς να καθίσεις στην κορυφή ενός βουνού και να στοχάζεσαι για δεκαετίες κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου με το να το αποδεχτείς αλλά μάλλον είναι κι αυτό λάθος. Ίσως σκεφτόμαστε υπερβολικά. Νιώστε περισσότερο, σκεφτείτε λιγότερο.


Ναι, αποφεύγω τους ΠΟΙΗΤΕΣ. Άδικο έχω;

8/2/92       1:16 μ.μ.

Τ
ι κάνουν οι συγγραφείς όταν δεν γράφουν; Εγώ, πηγαίνω στον ιππόδρομο. Ή τις παλιές μέρες, λιμοκτονούσα ή έκανα εξουθενωτικές δουλειές.

Σήμερα κρατιέμαι μακριά από τους λογοτέχνες — ή εκείνους που αποκαλούν λογοτέχνες τους εαυτούς τους. Από το 1970 μέχρι το 1975 περίπου όταν είχα αποφασίσει να μείνω σ’ ένα μέρος και να γράψω ειδάλλως να πεθάνω, λογοτέχνες με επισκέπτονταν, όλοι τους ήταν ποιητές. ΠΟΙΗΤΕΣ. Και ανακάλυψα κάτι περίεργο: κανείς τους δεν φαινόταν να δουλεύει. Τα βιβλία τους δεν πουλούσαν. Αν έκαναν απαγγελίες ποίησης, λίγοι τις παρακολουθούσαν, ας πούμε 4 ως 14 άλλοι ΠΟΙΗΤΕΣ. Όλοι τους όμως ζούσαν σε ωραία διαμερίσματα και έδειχναν να έχουν απεριόριστο χρόνο για να κάθονται στον καναπέ μου και να πίνουν τις μπύρες μου.[.....]

Συχνά τους ρωτούσα, «Δε μου λες, πώς τα βγάζεις πέρα»; 'Ολοι τους κάθονταν με άνεση και έπιναν τις μπύρες μου και περίμεναν να φανεί καμιά από τις παλαβές γυναίκες μου, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο θα κέρδιζαν λίγο σεξ, θαυμασμό, περιπέτεια ή ό,τι άλλο προέκυπτε.

Σιγά-σιγά συνειδητοποίησα πως έπρεπε να απαλλαγώ απ’ αυτούς τους λαπάδες. Και σταδιακά, ανακάλυψα το μυστικό όλων. Κυρίως πίσω απ’ όλα βρισκόταν, καλά κρυμμένη, η ΜΗΤΕΡΑ τους. Η μητέρα τους φρόντιζε αυτές τις ιδιοφυίες, τους πλήρωνε το νοίκι τους έντυνε και τους τάιζε.[....]

Δούλευα σαν απλός εργάτης μέχρι τα 50 μου. Ανήκα στην μάζα. Ποτέ δεν απαίτησα τον τίτλο του ποιητή. Σήμερα δεν λέω πως η δουλειά για να βγάζεις το ψωμί σου είναι κάτι σπουδαίο. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κάτι απαίσιο. Και καμιά φορά χρειάζεται να παλέψεις για να κρατήσεις μια απαίσια δουλειά γιατί πίσω από σένα υπάρχουν άλλοι 25 που είναι έτοιμοι να πάρουν την δική σου θέση. Οπωσδήποτε είναι παράλογο, οπωσδήποτε σε ισοπεδώνει. 

Το ότι ανήκα στη μάζα, πιστεύω, πως με δίδαξε να μην ασχολούμαι με βλακείες όταν έγραφα. Πιστεύω ότι χρειάζεται να πέφτεις στην λάσπη μια στο τόσο, πιστεύω ότι χρειάζεται να μάθεις τι είναι η φυλακή, τι είναι το νοσοκομείο. Πιστεύω ότι χρειάζεται να μάθεις πώς είναι να είσαι νηστικός για 4 ή 5 μέρες. Πιστεύω ότι ζώντας με παλαβές γυναίκες αποκτάς χαρακτήρα. Πιστεύω ότι μπορείς να γράψεις με χαρά και ανακούφιση αφότου έχεις περάσει από τα δύσκολα. 

Αυτό το λέω μόνο και μόνο γιατί όλοι οι ποιητές που γνώρισα ήταν λαπάδες, αυλοκόλακες. Δεν μπορούν να γράψουν για τίποτα πέρα από την προσωπική τους ανεπάρκεια.

Ναι, αποφεύγω τους ΠΟΙΗΤΕΣ. Άδικο έχω;




Ένα μέρος να πηγαίνεις, ένα πράγμα να κάνεις..

16/4/92      12:39 μ.μ.

Άσχημη μέρα στον ιππόδρομο.[......] 

Παραμένω ολομόναχος. Δεν μιλάω σε κανέναν. Αυτό βοηθάει. Εντάξει, με γνωρίζουν οι γνωστοί υπάλληλοι. Χρειάζεται να πηγαίνω στα γκισέ, να χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Με τα χρόνια, σε μαθαίνουν. Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι καθώς πρέπει άνθρωποι. Πιστεύω πως τα τόσα χρόνια που συναλλάσσονται με ανθρώπους τους έχουν χαρίσει μια κάποια ενόραση. Για παράδειγμα, γνωρίζουν πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι παρά σκατάδες. Παρ’ όλα αυτά, μένω μακριά κι απ’ αυτούς. 

Συζητώντας διαρκώς με τον εαυτό μου, φτάνω σε μια εγρήγορση. Θα μπορούσα να μένω στο σπίτι και να το κάνω αυτό. Θα μπορούσα να κλειδώνω την πόρτα και να περνάω την ώρα μου ζωγραφίζοντας ή κάνοντας κάτι άλλο. Για κάποιον λόγο όμως, χρειάζεται να βγω έξω, και να επιβεβαιώσω ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι παραμένουν σκατάδες. Λες και θα μπορούσαν να αλλάξουν! Εε, μεγάλε, πρέπει να μου έχει στρίψει. Κι όμως υπάρχει κάτι εκεί έξω, εννοώ, εκεί έξω δεν σκέφτομαι τον θάνατο, για παράδειγμα, νιώθεις πολύ ηλίθιος εκεί έξω για να κάνεις σκέψεις.[....]

 Όταν επιστρέφω στο σπίτι, τότε μπορώ να συλλογίζομαι τον θάνατο. Λίγο. Όχι πάρα πολύ. Δεν ανησυχώ για τον θάνατο ούτε λυπάμαι που θα πεθάνω. Μοιάζει απλά σαν μια απαίσια δουλειά. Πότε; Το βράδυ της επόμενης Τετάρτης; Ή στον ύπνο μου; Ή αναλαμβάνοντας από ένα τρομερό μεθύσι; Σε αυτοκινητιστικό; 

Είναι ένα βάρος, είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Και θα γίνει χωρίς να πιστεύω στον Θεό. Αυτό θα είναι καλό, θα τον αντιμετωπίσω με το κεφάλι ψηλά. Είναι κάτι που πρέπει να κάνεις όπως να φοράς τα παπούτσια σου το πρωί. 

Νομίζω πως η γραφή θα μου λείψει. Να γράφεις είναι καλύτερο απ’ το να πίνεις. Και να γράφεις την ώρα που πίνεις, αυτό κι αν είναι φοβερό πράγμα. Ίσως να υπάρχει κόλαση, και τι έγινε; Αν υπάρχει εκεί θα με στείλουν και ξέρεις κάτι; Εκεί θα είναι όλοι οι ποιητές και θα διαβάζουν τα έργα τους κι εγώ θα πρέπει να τους ακούω. Θα πνιγώ μέσα στην αλαζονική τους ματαιοδοξία, στην υπερβολική τους αυτοεκτίμηση. Αν υπάρχει κόλαση, αυτή θα είναι η δική μου: ο ένας ποιητής μετά τον άλλο να διαβάζουν τα ποιήματά τους...

Τέλος πάντων, μια μέρα ιδιαίτερα άσχημη. Αυτό το σύστημα που συνήθως πετύχαινε σήμερα δεν πέτυχε. Οι θεοί ανακατεύουν την τράπουλα. Ο χρόνος είναι σακατεμένος κι εσύ ένας ηλίθιος. Ο χρόνος όμως είναι φτιαγμένος για να σπαταλιέται. Τι θα κάνεις γι’ αυτό; Δεν γίνεται να φορτσάρεις συνεχώς. Σταματάς και συνεχίζεις. Πιάνεις κορυφή και μετά πέφτεις στο μαύρο σκοτάδι.

 Έχεις γάτα; Ή γάτες; Κοιμούνται, δικέ μου. Μπορούν και κοιμούνται για 20 ώρες τη μέρα και δείχνουν υπέροχες. Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι για τίποτα. Το επόμενο γεύμα. Και κάτι τις για να απασχολείσαι μια στο τόσο. Όταν βασανίζομαι, απλά κοιτάζω μία ή περισσότερες από τις γάτες μου. Απλά παρατηρώ μια τους να κοιμάται ή να χουζουρεύει και χαλαρώνω. Η γραφή είναι μια γάτα μου επίσης. Η γραφή μού επιτρέπει να διακρίνω την αλήθεια. Με χαλαρώνει. Για λίγο τέλος πάντων. Ύστερα τα νεύρα μου γίνονται πάλι κορδόνια και πρέπει να αρχίσω ξανά από την αρχή. Δεν μπορώ να καταλάβω τους συγγραφείς που παίρνουν την απόφαση να πάψουν να γράφουν. Πώς χαλαρώνουν;


Τέλος πάντων, εκεί έξω σήμερα ο ιππόδρομος ήταν βαρετός και μακάβριος μα έχω επιστρέφει στο σπίτι και θα ξαναπάω αύριο, το πιο πιθανό. Πώς τα καταφέρνω;

Λίγο έχει να κάνει με την δύναμη της συνήθειας, μια δύναμη που συντηρεί πολλούς από μας. Ένα μέρος να πηγαίνεις, ένα πράγμα να κάνεις. Είμαστε εκπαιδευμένοι εξ αρχής. Προχωράμε, το κάνουμε. Μήπως υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον εκεί έξω; Το όνειρο του ανίδεου.[....]

Δεν γίνεται να ερευνήσουμε σε βάθος τον εαυτό μας γιατί θα πάψουμε να ζούμε, θα πάψουμε να κάνουμε οτιδήποτε. Όπως οι σοφοί που απλά κάθονται πάνω σ’ έναν βράχο και δεν κινούνται. Δεν μου φαίνεται ούτε αυτό πολύ έξυπνο. Απορρίπτουν το προφανές μα κάτι τους κάνει να το απορρίψουν. Δεν υπάρχει διαφυγή, δράση ή μη - δράση. Πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας χαμένους: κάθε κίνηση πάνω στη σκακιέρα οδηγεί στο ματ.

Έτσι λοιπόν, ήταν μια άσχημη μέρα στον ιππόδρομο, έχω μια άσχημη γεύση στο στόμα της ψυχής μου. Θα πάω κι αύριο όμως. Φοβάμαι να μην πάω. Γιατί όταν επιστρέφω αυτές οι λέξεις που απλώνονται πάνω στην οθόνη με συναρπάζουν. Το αφήνω να γίνεται έτσι ώστε να μπορώ να επιστρέφω σ’ αυτό. Βέβαια, βέβαια. Αυτό είναι. Έτσι δεν είναι;



Από την δύναμη της νεότητας στη δύναμη της ωριμότητας 

23/6/92     12:34 μ.μ.

Πιθανότατα έχω γράψει περισσότερο και καλύτερα τα δύο τελευταία χρόνια απ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ζωής μου. Λες και μετά από 5 δεκαετίες ενασχόλησης με το γράψιμο, τώρα καταφέρνω να έχω επιδόσεις. Παρ’ όλα αυτά, τους δύο τελευταίους μήνες άρχισα να νιώθω μια κόπωση. Η κόπωση είναι κυρίως σωματική, μα είναι και λιγάκι πνευματική. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως είμαι έτοιμος να περάσω στην παρακμή. Είναι μια πολύ δυσάρεστη σκέψη, εννοείται. Το ιδανικό ήταν να συνεχίσω μέχρι την ώρα του θανάτου μου, να μην καταπέσω.

Έτσι λοιπόν, εδώ και τρεις νύχτες δεν έχω γράψει λέξη. 

Να τρελαθώ; Ακόμη και τις χειρότερες στιγμές μου μπορώ να νιώσω τις λέξεις να κοχλάζουν μέσα μου, ετοιμάζομαι. Δεν συναγωνίζομαι κανέναν. Ποτέ μου δεν κυνήγησα τη φήμη και τα λεφτά. Ήθελα να γράφω με τον τρόπο μου, αυτό ήταν όλο. Και ή θα το κατάφερνα ή θα με ξέκανε κάτι χειρότερο κι από τον θάνατο. Οι λέξεις όχι σαν κάτι πολύτιμο μα σαν κάτι αναγκαίο.

Εν τούτοις όταν άρχιζα να αμφιβάλλω για την δυνατότητά μου να κατεργάζομαι τις λέξεις απλά διάβαζα κάποιον άλλον συγγραφέα και τότε έβλεπα πως δεν είχα να φοβηθώ τίποτα. Ανταγωνίζομαι μονάχα τον εαυτό μου: για να το κάνω όπως πρέπει, με δύναμη και ορμή και ευχαρίστηση και ρίσκο. Ειδάλλως, ξέχνα το.


[....] Μπορώ να γράφω πάντα για τον ιππόδρομο, αυτή την φοβερή άδεια τρύπα στο πουθενά. Πηγαίνω εκεί για να θυσιάσω τον εαυτό μου, να τεμαχίσω τον χρόνο, να τον σκοτώσω. Ο χρόνος πρέπει να πεθάνει. Καθώς εσύ περιμένεις. Οι υπέροχες ώρες είναι αυτές σε τούτο το μηχάνημα. Μα για να έχεις άψογες ώρες πρέπει να έχεις και λειψές. Πρέπει να σκοτώσεις δέκα ώρες για να έχεις δύο ώρες ζωντανές. Αυτό που πρέπει να προσέξεις είναι να μην σκοτώσεις ΟΛΕΣ τις ώρες, ΟΛΑ τα χρόνια.

Preparing to throw typewriter into the air and catch it with one hand, 
a trick Bukowski often performed for visitors, 1970s

Γίνεσαι συγγραφέας κάνοντας αυτό που λέει το ένστικτό σου το οποίο συντηρεί εσένα και τις λέξεις, που σε προφυλάσσει από τον θάνατο μέσα στη ζωή. Αυτό είναι διαφορετικό στον καθένα. Και μπορεί στον καθένα να αλλάξει. Για μένα αυτό κάποτε σήμαινε να πίνω ασταμάτητα, να πίνω σε βαθμό που να τρελαίνομαι. Αυτό ακόνισε τις λέξεις μου, τις φανέρωσε. Και χρειαζόμουν τον κίνδυνο. Χρειαζόταν να βάζω τον εαυτό μου σε επικίνδυνες καταστάσεις. Με άντρες. Με γυναίκες. Με αυτοκίνητα. Με τζόγο. Με πείνα. Με τα πάντα. Συντηρούσα την γραφή. Αυτό γινόταν για δεκαετίες. 

Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι πιο φευγαλέο, πιο αόρατο. Είναι μια αίσθηση στον άνεμο. Οι λέξεις ειπώθηκαν, οι λέξεις ακούστηκαν. Ειδώθηκαν πράγματα. Εξακολουθώ να χρειάζομαι λίγα ποτά. Τώρα πια όμως βρίσκομαι μέσα σε σκιές και αποχρώσεις. Γράφω για πράγματα που τα γνωρίζω ελάχιστα. Αυτό είναι ωραίο. Τώρα γράφω ένα διαφορετικό είδος μαλακίας. Ορισμένοι το έχουν επισημάνει.

«Πέρασες στην άλλη πλευρά», αυτό μου λένε συνήθως.

Γνωρίζω καλά τι διαισθάνονται. Το νιώθω κι εγώ. Οι λέξεις έγιναν πιο απλές κι όμως πιο θερμές, πιο σκοτεινές. Αντλώ από καινούργιες πηγές. Το πλησίασμα στον θάνατο δημιουργεί εγρήγορση. Έχω όλα τα πλεονεκτήματα. Μπορώ να διακρίνω και να νιώσω πράγματα που για τους νέους είναι απόκρυφα. Πέρασα από την δύναμη της νεότητας στη δύναμη της ωριμότητας. Δεν θα υπάρξει καμία παρακμή. Να το ξέρεις. Κλείνω τη βραδιά μ’ αυτή την κουβέντα. Όσο μπορείς γέλα...


Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς εμένα....

24/8/92      12:28 μ.μ.

Λοιπόν, εδώ και 8 μερόνυχτα είμαι 72 χρόνων κι αυτό δεν θα είμαι σε θέση να το ξαναπώ.

Οι δύο τελευταίοι μήνες ήταν άσχημοι. Κουραστικοί. Σωματικά και ψυχικά. Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα. Είναι όταν βολοδέρνεις άσκοπα τριγύρω, είναι όταν οι λέξεις δεν εμφανίζονται πετώντας από το πληκτρολόγιο, τότε είναι το βάσανο. [.....]

Τις προάλλες σκεφτόμουν πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς εμένα. Ένας κόσμος που τραβά την πορεία του. Κι εγώ να μην υπάρχω. Πολύ παράξενο. Σκέφτομαι το σκουπιδιάρικο να έρχεται και να παίρνει τα σκουπίδια κι εγώ να μην υπάρχω. Ή την εφημερίδα μου πεσμένη στη βεράντα κι εγώ να μην είμαι εκεί για να την σηκώσω. Και το χειρότερο, κάποια στιγμή αφού θα έχω πεθάνει, θα γίνω στ’ αλήθεια γνωστός. Όλοι εκείνοι που με φοβούνταν ή με μισούσαν όσο ζούσα θα με αποδεχτούν ξαφνικά. Οι λέξεις μου θα κυκλοφορούν παντού. Θα δημιουργηθούν σωματεία και λέσχες στο όνομά μου. Θα είναι αηδιαστικό. Θα γυριστεί μία ταινία με θέμα την ζωή μου. Θα δείχνει έναν πολύ πιο θαρραλέο και ταλαντούχο άντρα απ’ όσο είμαι στην πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο. Θα ξεράσουν ακόμα και οι θεοί. Η ανθρώπινη φυλή είναι υπερβολική με κάθε τι: με τους ήρωές της, με τους εχθρούς της, με την σπουδαιότητά της.

Bukowski by Pablo Vallejo

..ακούγοντας ραδιόφωνο, με το γέρικο κορμί, τον γέρικο νου να αναρρώνει..

6/11/92     12:08 μ.μ.

Απόψε νιώθω φαρμακωμένος, ξεφτιλισμένος, ξεζουμισμένος, εντελώς τσακισμένος. Δεν οφείλεται αποκλειστικά στα γηρατειά μα πιστεύω πως υπάρχει κάποια σχέση. Αισθάνομαι ότι ο όχλος, αυτός ο όχλος, η Ανθρωπότητα που πάντα μου δημιουργούσε δυσκολία, αυτός ο όχλος κερδίζει τελικά. Πιστεύω πως το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τα πάντα είναι γι’ αυτούς μία επανάληψη. Σ’ αυτούς δεν υπάρχει φρεσκάδα. Δεν συμβαίνει μήτε το παραμικρό θαύμα.

Απλώς διαβάζουν με μανία ό,τι έγραψα. Εάν, κάποια μέρα, έβλεπα έστω και ΕΝΑΝ να κάνει ή να λέει κάτι ασυνήθιστο θα μπορούσα να συμβιβαστώ μ’ αυτήν την κατάσταση. Μα είναι όλοι τους ξεπεσμένοι, ρυπαροί. Δεν υπάρχει ανάταση. Μάτια, αυτιά, πόδια, φωνές αλλά... τίποτα. Έχει παγώσει η ψυχή τους, κοροϊδεύουν διαρκώς τον εαυτό τους, προσποιούνται πως είναι ζωντανοί.

Όταν ήμουν νέος ήταν καλύτερα, παρατηρούσα. Όργωνα τους δρόμους της νύχτας παρατηρώντας, παρατηρώντας... έμπλεκα, τσακωνόμουν, αναζητούσα... δεν βρήκα τίποτα. Μα και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, το μηδέν, δεν κέρδισα τίποτα. Δεν απέκτησα ποτέ έναν φίλο. Με τις γυναίκες, υπήρχε πάντοτε μια ελπίδα με κάθε μια μα μετά από λίγο χανόταν. Από πολύ νωρίς λοιπόν, το κατάλαβα, σταμάτησα να ψάχνω την Ονειρική Γυναίκα· ήθελα απλώς κάποια που δεν θα ήταν εφιάλτης για μένα.

Όσο για ανθρώπους, οι μόνοι που βρήκα ήταν εκείνοι που έζησαν και ήταν νεκροί τώρα πια — μες στα βιβλία, στην κλασική μουσική. Αυτό όμως με βοήθησε, για ένα διάστημα. Τότε όμως υπήρχαν τόσα πολλά συναρπαστικά και μαγικά βιβλία, μετά έπαψαν. Η κλασική μουσική ήταν η δύναμή μου. Την άκουγα κυρίως από το ραδιόφωνο, και εξακολουθώ από το ραδιόφωνο να την ακούω. Και πάντα με ξαφνιάζει, ακόμα και σήμερα, όταν ακούσω κάτι δυνατό και καινούργιο που δεν το έχω ακούσει ποτέ πριν κι αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά. 

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις ακούω κάτι στο ραδιόφωνο που δεν το έχω ξανακούσει. Το γλεντάω με κάθε νότα σαν ένας άνθρωπος που διψάει για αναζωογόνηση και νόημα και τα βρίσκει σ’ αυτή τη μουσική. Έχω μείνει άναυδος με τον όγκο τόσης σπουδαίας μουσικής, αιώνων και αιώνων. 

Αυτό σημαίνει ότι κάποτε έζησαν πολλές σπουδαίες ψυχές. Δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω μα αυτή είναι η πιο μεγάλη τύχη που έχω στη ζωή, να αισθάνομαι αυτή την μουσική, να την γλεντάω και να αντλώ απ’ αυτήν. Δεν γράφω ποτέ δίχως να παίζει στο ραδιόφωνο κλασική μουσική, ήταν ανέκαθεν κομμάτι της δουλειάς μου, να ακούω αυτή την μουσική την ώρα που γράφω. Ίσως, κάποια μέρα, να μου εξηγήσει κάποιος γιατί τόση πολλή από την ενέργεια του Θαύματος περιέχεται στην κλασική μουσική. Αμφιβάλλω αν θα μου το πει αυτό ποτέ κανείς. Απλά θα μείνω με την απορία.[....] 

Είναι όμορφα να κάθομαι εδώ απόψε μέσα σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα ακούγοντας ραδιόφωνο, με το γέρικο κορμί, τον γέρικο νου να αναρρώνει. Εδώ ανήκω, ακριβώς έτσι. Ακριβώς έτσι. Ακριβώς έτσι.



Πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μ’ αυτό το άτιμο πληκτικό είδος; 

27/2/93       12:56 μ.μ.

Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών.

Γιατί
υπάρχουν τόσοι λίγοι ενδιαφέροντες άνθρωποι; Μέσα σε τόσα εκατομμύρια, γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί; Πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μ’ αυτό το άτιμο πληκτικό είδος; 

Απ’ ό,τι φαίνεται η μοναδική τους πράξη είναι η Βία. Είναι η ειδίκευσή τους. Την καλλιεργούν όπως τα λουλούδια. Σκατολούλουδα που μας βρομίζουν τη μοίρα. Το πρόβλημα είναι πως, πρέπει να συνεχίσω να συνεργάζομαι μαζί τους. Πράγμα που σημαίνει, αν θέλω να έχω φως, αν θέλω να επισκευάσω αυτόν τον υπολογιστή, αν θέλω να ξεβουλώσω τη λεκάνη, να αγοράσω καινούργια λάστιχα, να βγάλω κανένα δόντι ή να κάνω καμιά εγχείρηση, είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω να συνεργάζομαι μαζί τους. 

Χρειάζομαι αυτούς τους μαλάκες για τις έκτακτες ανάγκες μου, ακόμη κι αν, οι ίδιοι, μου προκαλούν φρίκη. Και η φρίκη είναι μία ευγενική λέξη.

Μα σφυροκοπούν την συνείδησή μου με την αποτυχία τους στα κρίσιμα θέματα. Για παράδειγμα, κάθε μέρα την ώρα που οδηγώ προς τον ιππόδρομο αλλάζω διαρκώς σταθμούς στο ραδιόφωνο αναζητώντας μουσική, αξιοπρεπή μουσική. Όλη η μουσική είναι χάλια, ανούσια, χαμένη, άτονη, αδιάφορη. Παρ’ όλα αυτά κάποιες απ’ αυτές τις συνθέσεις αγοράζονται από εκατομμύρια κόσμο και οι δημιουργοί τους θεωρούνται πραγματικοί Καλλιτέχνες. Είναι τρομερό, απαίσιες μαλακίες που μπαίνουν στα κεφάλια των νέων. Τους αρέσει. Χριστέ μου, και σκατά να τους δώσεις, θα τα φάνε. Δεν μπορούν να διακρίνουν; Δεν μπορούν να ακούσουν; Δεν μπορούν να αισθανθούν την αποσύνθεση, την παρακμή;

Σκέψου πόσοι άνθρωποι ζουν και δεν έχουν ακούσει ποτέ τους αξιοπρεπή μουσική. Δεν είναι να απορείς που σκαρτεύουν τα πρόσωπά τους, να απορείς που σκοτώνουν απερίσκεπτα, να απορείς που έχουν χάσει την καρδιά τους.

Και λοιπόν, τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Τίποτα.


Τσαρλς Μπουκόφσκι, Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών, εισαγωγή - μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Ηριδανός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου